Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017

Υπενθύμιση της εκπαιδευτικής συνάντησης της πρωτοβουλίας Ψ

Η επόμενη εκπαιδευτική συνάντηση της "Πρωτοβουλίας για ένα Πολύμορφο Κίνημα στην Ψυχική Υγεία" θα έχει ως θέμα:
"Εργασία και Ψυχική Υγεία".

Εισηγήσεις θα γίνουν από τον Θόδωρο Μεγαλοοικονόμου, την Δώρα Κουτσανέλλου και τον Βαγγέλη Παπαγάκη. 
Θ΄ακολουθήσει, όπως πάντα, συζήτηση.

Η συνάντηση θα γίνει την Παρασκευή, 1/12/17, ώρα 19.00, 
στο χώρο του Δικτύου  Hearing Voices Αθήνας, Τροίας 44 (κοντά στην πλ. Βικτωρίας)


Δημοσιεύουμε το 2ρο κείμενο του Θ.Μεγαλοοικονόμου

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΟΛΥΜΟΡΦΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑΘα ξεκινήσουμε με μια προσπάθεια για αποσαφήνιση μερικών εννοιών, όπως η αναπηρία, η υγεία και η εργασία, που η χρήση τους, ακόμα και στο χώρο των επαγγελματιών, καθώς και των άμεσα ενδιαφερομένων, είναι, συχνά, προβληματική.

Είναι γνωστό, τουλάχιστον στις τρέχουσες έννοιες και πρακτικές της Αποκατάστασης, σύμφωνα και με τον Π.Ο.Υ, που διακρίνει σε αρρώστια/βλάβη (illness), ανικανότητα (disability) και αναπηρία (handicap), ότι η Αναπηρία δεν είναι μια ιδιότητα σύμφυτη με την κατάσταση του ανθρώπου που πάσχει, δεν είναι συμφυής με την αρρώστια και την λειτουργική του ανικανότητα, αλλά είναι μια κοινωνική κατάσταση. Είναι η κοινωνική αναπηρία του ατόμου, η αδυναμία του να ασκήσει συνήθεις κοινωνικούς ρόλους. Αναπηρία παράγεται από την σχέση του πάσχοντος υποκειμένου με την κοινωνική οργάνωση, μέσα στην οποία ζει - με τον τρόπο που η δομή της κοινωνίας είναι οργανωμένη, οι δρόμοι της, τα κτίριά της, οι κοινωνικές σχέσεις, η εισοδηματική πολιτική, οι θέσεις εργασίας και των είδος των εργασιών, η πρόσβαση στην εκπαίδευση, το εύρος των αναγνωρισμένων και με υλική υπόσταση δικαιωμάτων, η επικρατούσα κουλτούρα και οι προκαταλήψεις. Γι΄ αυτό και, στο ορισμό της αναπηρίας, είναι άκρως απλοποιητική η εφαρμογή μιας γραμμικού τύπου ακολουθίας, κατά την οποία κάποια αρρώστια προκαλεί μια βλάβη, που προκαλεί μια λειτουργική ανικανότητα, η οποία, με η σειρά της οδηγεί στην αναπηρία. Ισως εδώ έχει περισσότερη εφαρμογή μια κυκλικού τύπου αιτιακή ακολουθία, (1) σύμφωνα με την οποία, δεν επιδρά μόνο η αρρώστια στην ανικανότητα και στην αναπηρία - μια ακολουθία που έχει, προς το παρόν, πολλά κενά, τόσον όσον αφορά την ακριβή αιτία της αρρώστιας, αλλά και τα ενδιάμεσα στάδια προς την αναπηρία. Είναι και η κοινωνική αντιμετώπιση του πάσχοντα, που επιδρά πάνω στην αρρώστια. Είναι η καταδίκη του στον «ρόλο του ασθενή», ή του προνοιακά βοηθούμενου, του έγκλειστου στο ίδρυμα. Είναι η αντιμετώπιση του ανθρώπου «με ειδικές ανάγκες», ή με προβλήματα ψυχικής υγείας, σαν κοινωνικού απορρίμματος, σαν πολίτη δευτέρας κατηγορίας, άχρηστου, ο οποίος δεν έχει τίποτα να δώσει, από τον οποίο η κοινωνία δεν τίποτα να περιμένει και στον οποίο οι απαντήσεις της κυμαίνονται από την καταπιεστική προστασία του ιδρύματος στην εγκατάλειψη - είναι αυτή η κοινωνική και θεραπευτική μεταχείριση, που και στη σχιζοφρένεια, κατ΄ αντιστοιχίαν με την παραπληγία ή την τύφλωση, προκαλεί αυτό που ορίζεται ως ανικανότητα και αναπηρία.(2)
Οσο περισσότερο βαθαίνει η κοινωνική και οικονομική κρίση, όσο περισσότερο συρρικνώνεται η αγορά της εργασίας και μια θέση εργασίας γίνεται δυσεύρετη και για τους πολίτες που πληρούν τις νόρμες της «κανονικότητας», τόσο περισσότερο προσπαθούν να μας κάνουν να ξεχνάμε ότι η υγεία, με την έννοια της κατεστημένης κανονικότητας, δεν είναι μια απόλυτη αξία, απέναντι στην αρρώστια, αλλά ότι υγεία και αρρώστια είναι αξίες σχετικές απέναντι στην αξία που αντιπροσωπεύει ο άνθρωπος. Mόνο κατανοώντας ότι η αξία του ανθρώπου, υγιή ή άρρωστου, υπερβαίνει την αξία της υγείας και της αρρώστιας, μπορούμε να κατανοήσουμε πώς η αρρώστια, όπως κάθε ανθρώπινη αντίφαση, μπορεί να είναι όχι μόνο μέσο αποξένωσης από τον εαυτό, αλλά και όργανο επανιδιοποίησης του εαυτού. Κάτω από ορισμένες κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες, η υγεία και η αρρώστια μπορούν ν΄ αποχτήσουν είτε μιαν απόλυτη αξία (θετική η μια και αρνητική η άλλη), εκπροσωπώντας την αποδοχή του υγιή, η μια και τον
αποκλεισμό του ασθενή / ανάπηρου, η άλλη. Είτε μια σχετική αξία, στο βαθμό που το να ζει κανείς σημαίνει ότι κινείται ανάμεσα στην υγεία και την αρρώστια, ανάμεσα στο κανονικό και το μη κανονικό. Μόνο στο βαθμό που μια κοινωνική οργάνωση έχει χώρο για όλους, μπορεί η νόρμα να είναι ο άνθρωπος, γιατί είναι στην κατάσταση του ανθρώπου να είναι και υγιής και άρρωστος - και κανονικός και μη κανονικός. (3) Είναι σ΄ αυτή βάση που η «διαφορετικότητα» μπορεί να ξεπεραστεί σαν μια αρνητική ιδιότητα, σαν μια κατάσταση αλλοτρίωσης - που χρωματίζει τον «διαφορετικό» σαν «κατώτερο» - και ν΄ αποτελέσει μια θετική αξία - μόνο, δηλαδή, αν νοηθεί σαν κοινωνική αμοιβαιότητα.
Είναι, επίσης, γνωστό ότι η Εργασία δεν είναι μόνο μια βασική μορφή των δημιουργικών και παραγωγικών δυνάμεων του ανθρώπου, στη σχέση του με το φυσικό και το κοινωνικό του περιβάλλον, αλλά στην συγκεκριμένη κοινωνική οργάνωση, είναι, μ΄ ένα άμεσο ή έμμεσο τρόπο, η βασική πηγή εισοδήματος και ένας βασικός όρος δόμησης της ανθρώπινης ύπαρξης σαν κοινωνικής ανθρώπινης ύπαρξης. Θα έπρεπε, εδώ, να προσθέσουμε, ότι σαν εργασία δεν πρέπει να εννοούμε αποκλειστικά την συγκεκριμένη ιστορική της μορφή στις συνθήκες των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Εχει από πολλές πλευρές αναλυθεί ο παθογόνος χαρακτήρας αυτών των εργασιακών σχέσεων, που απορρίπτουν τους ψυχικά πάσχοντες, τους «μη παραγωγικούς», αυτούς που δεν «ταιριάζουν» στις ανταγωνιστικές σχέσεις του συστήματος και δεν είναι αρκετά «εύπλαστοι» και «προσαρμόσιμοι» για πειθάρχιση και στρατωνισμό στην παραγωγή του μισθού και του κέρδους. Γι΄ αυτό συνδέουμε την εργασία με την παραγωγική και δημιουργική ικανότητα του ανθρώπου, την έκφραση των ανθρώπινων δυνατοτήτων του. Μια δραστηριότητα, δηλαδή, που δεν μπορεί να περιοριστεί σε κείνη την ιστορική μορφή (μισθωτή εργασία) που επικρατεί σήμερα και που αποτελεί υποβιβασμό της σε απλή αναπαραγωγή της αλλοτριωμένης κατάστασης του ανθρώπου.
Μια τέτοια προσέγγιση για την εργασία είναι ιδιαίτερα σημαντική για τους ψυχικά πάσχοντες και τα άτομα με σωματικές αναπηρίες, γιατί διαφορετικά αποκλείονται εκ προοιμίου από τον κόσμο της εργασίας στις σημερινές συνθήκες της κρίσης, όπως άλλωστε φαίνεται από την τύχη που είχαν, αλλά και από κριτήρια των σχετικών προγραμμάτων της ΕΕ.
Αυτό που έχει σημασία είναι η δραστηριότητα, η ενεργητική σχέση και η αλληλεπίδραση του υποκειμένου με τον κοινωνικό και φυσικό κόσμο και ο αμοιβαίος μετασχηματισμός τους. Ο μετασχηματισμός του αντικειμένου, στη βάση της κοινωνικής σχέσης, έχει τόσο μεγάλη σημασία για την δόμηση της ανθρώπινης κοινωνικής ύπαρξης, όσο - κατά συνέπεια - στο θεραπευτικό πεδίο.
Αν και το ζήτημα της Εργασίας, ιδιαίτερα σε σχέση με την ψυχική αρρώστια, είναι σχετικά παραμελημένο στα ερευνητικά ενδιαφέροντα του χώρου, υπάρχει σήμερα αρκετή τεκμηρίωση, από έρευνες στην Αμερική και την Ευρώπη, όσον αφορά τα εξής:
Κατ΄ αρχήν σε μακροστατιστικό επίπεδο:
-από το 1880, που υπάρχουν στοιχεία, μέχρι σήμερα, παρατηρείται αύξηση των εισαγωγών σχιζοφρενών στα ψυχιατρεία στην διάρκεια των οικονομικών υφέσεων.
-στην διάρκεια της Μεγάλης Κρίσης της δεκαετίας του 30 στην Αμερική και
Ευρώπη, παρατηρήθηκε επιδείνωση στην έκβαση (outcome) της σχιζοφρένειας.
-σε περιόδους που υπήρχαν συνθήκες πλήρους απασχόλησης παρατηρήθηκαν περισσότερες προσπάθειες για αποκατάσταση.
-στην περίοδο της εκβιομηχάνισης στις ΕΠΑ, όταν υπήρχε μεγάλη ζήτηση εργασίας, παρατηρήθηκαν μεγάλα ποσοστά αποθεραπείας των ψυχασθενών.
-έρευνες δείχνουν καλλίτερη έκβαση της σχιζοφρένειας στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και στις γυναίκες.
-καλλίτερη έκβαση της σχιζοφρένειας στις κοινοτικές αγροτικές οικονομίες του Τρίτου Κόσμου.
Και σε επίπεδο ατομικών περιπτώσεων :
-οι ψυχικά πάσχοντες που εργάζονται, μένουν έξω από το ψυχιατρείο περισσότερο από τους άνεργους ψυχικά πάσχοντες.
-υπάρχουν ενδείξεις ότι η εργασιακή απασχόληση αποτελεί αίτιο βελτίωσης του λειτουργικού επιπέδου ενός ψυχικά πάσχοντα, αν και δεν φαίνεται να επηρεάζει τα ψυχωτικά του συμπτώματα.(4)
Στη βάση αυτού του ερευνητικού υλικού τίθεται το ερώτημα : πώς είναι δυνατό να γίνει Αποκατάσταση έξω από τον κόσμο της δραστηριότητας, έξω από τον κόσμο της εργασίας ;
Σ΄ ολόκληρη την Ευρώπη βλέπουμε να κυριαρχεί μια αποσάρθρωση του κοινωνικού ιστού, ένας κόσμος ευάλωτων και ανασφαλών σχέσεων α. στον τομέα της εργασίας και β. στον τομέα των διαπροσωπικών (οικογενειακών κλπ) σχέσεων. Τόσο οι νέοι, όσο και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία αντιμετωπίζουν μια κατάσταση ραγδαία εξαπλούμενης ανεργίας και αποεπαγγελματικοποίησης. Με την προωθούμενη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, γύρο από ένα μικρό πυρήνα ειδικευμένων εργατών με πλήρη ασφαλιστική (και μέσω του ιδιωτικού τομέα) κάλυψη, απλώνεται μια θάλασσα πρόσκαιρα ή μακρόχρονα ανέργων, άτυπα, ή εποχιακά, ή μερικά εργαζόμενων, από τους οποίους ζητείται ανειδίκευτη εργασία, συχνά κακοπληρωμένη, με μειωμένη, ή και ανύπαρκτη ασφαλιστική κάλυψη. Με την αναδιάρθρωση του παραγωγικού μηχανισμού, πολλά επαγγέλματα και ειδικεύσεις εργατών, που μορφοποιούσαν μια εργασιακή/κοινωνική ταυτότητα, αφανίζονται. (Ανάλογες διεργασίες συμβαίνουν και στους συρρικνούμενους αγροτικούς πληθυσμούς). Δεν είναι μόνο το κενό της κοινωνικής ύπαρξης των ανθρώπων. Είναι και η πίεση για την απεριόριστη ελασιμότητα της εργατικής δύναμης μέσω της διαρκούς εφ΄ όρους ζωής κατάρτισης για απασχόληση ανάλογα με τις τρέχουσες ανάγκες της παραγωγής. Σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης, η συμμετοχή σ΄ ένα πρόγραμμα κατάρτισης είναι απαραίτητος όρος για την καταβολή των προνοιακών επιδομάτων. Φυσικά, η συμμετοχή σ΄ ένα πρόγραμμα κατάρτισης δεν σημαίνει ότι υπάρχει μετά εργασία εξασφαλισμένη. Προς αυτή την κατεύθυνση, της δημιουργίας ενός ελάσιμου και διαθέσιμου εργατικού δυναμικού, φαίνεται ότι συμβαδίζουν, αφενός, η προαναφερθείσα ελαστικοποίηση της εργασίας και αφετέρου, η αναδιάρθρωση/συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας. Σε συνάρτηση και με την προωθούμενη αναδιάρθρωση/ιδιωτικοποίηση τόσο της Υγείας, όσο και του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, δημιουργείται ένα χαλαρό δίκτυο ανασφάλειας και αβεβαιότητας για τις μεγάλες μάζες των εργαζομένων, ενώ οι στόχοι της Πρόνοιας συρρικνώνονται και επικεντρώνονται σε μικρές και επιλεγμένες ομάδες των «πιο φτωχών και αδυνάτων».
Το πρότυπο αυτών των επιλογών έχει την καταγωγή του στον θατσερισμό, που συνεχίζεται σήμερα, ανανεωμένος, με τον μπλερισμό (που, σημειωτέον, έχει πολλούς θαυμαστές στα εγχώρια κυβερνώντα κλιμάκια). Εδώ, βασική διαχωριστική γραμμή μέσα στην κοινωνία δεν θεωρείται αυτή που χωρίζει τους «πάνω» από τους «κάτω», αλλά μια γραμμή που χωρίζει τους «κάτω» μεταξύ τους, πχ, σε υψηλόμισθους και χαμηλόμισθους ή εξαθλιωμένους. Οι μεταρρυθμίσεις στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα και στις εργασιακές σχέσεις, ενώ κάνουν πιο φτηνή την εργατική δύναμη για το κεφάλαιο, περιορίζουν, παράλληλα, την κοινωνική προστασία σε ορισμένες επιλεγμένες ομάδες, που αντιμετωπίζουν οξύτατα προβλήματα εξαθλίωσης. Η παρέμβαση, μάλιστα, αφορά, συνήθως, ένα μικρό αριθμό των μελών αυτών ομάδων, για το σκοπό, κυρίως, του κοινωνικού ελέγχου. Η κρατική δαπάνη για αυτές τις επιλεγμένες παρεμβάσεις προέρχεται ακριβώς από την μεταφορά πόρων από τους «υψηλόμισθους», ή προνομιούχους, στα πιο εξαθλιωμένα στρώματα. Πρόκειται για τα περίφημα «δίκτυα κοινωνικής προστασίας», που σκοπό έχουν να προστατεύουν τις «ομάδες υψηλού κινδύνου» για αποκλεισμό, ή τις επείγουσες περιπτώσεις. Όπως, όμως, συμβαίνει σε κάθε δίκτυο, εξαρτάται πάντα από το μέγεθος των οπών, αν ο αλιέας θέλει να πιάσει πολλά και μικρά, ή λίγα και μεγάλα ψάρια. Τα δίκτυα κοινωνικής προστασίας του φιλελευθερισμού και στην μορφή που αυτός παίρνει ως μπλερισμός, είναι από αυτά, που, όπως φαίνεται από την κοινωνική πραγματικότητα γύρο μας, έχουν πολύ μεγάλες οπές.
Μια ιστορική αναλογία, παρά τις μεγάλες, φυσικά, διαφορές, μπορεί να υπάρξει με την αρχή της Βιομηχανικής Επανάστασης στην Ευρώπη και την άνοδο της μισθωτής εργασίας. Σ΄ αυτή την εποχή αναφέρεται, άλλωστε, το ίδιο το «Πράσινο Βιβλίο», για την Κοινωνική Πολιτική της ΕΕ, για να επιχειρηματολογήσει για την ανάγκη αναδιάρθωσης του Κράτους Πρόνοιας.(5) Σε μια περίοδο αποσάρθρωσης του κοινωνικού ιστού, με τις μάζες των κατεστραμμένων αγροτών, των περιπλανόμενων, των φτωχών. Τότε, όπως αναφέρει ο A. Scull, οι δημόσιες δαπάνες για την περίθαλψη των φτωχών στην Βρετανία είχαν φτάσει να είναι ίσες με το σύνολο των υπόλοιπων δαπανών, αν αφαιρεθούν οι δαπάνες για το Στρατό και το Ναυτικό. Δεν μπορεί να μη μας έλθουν στο μυαλό τα περίφημα workhouses, που ιδρύθηκαν τότε και πού συνέδεαν την λήψη προνοιακής βοήθειας (poor releif) με την συμμετοχή σ΄ αυτά για εργασία και κατάρτιση. Σ΄ αυτά βρέθηκαν, μεταξύ άλλων, τότε, χιλιάδες ψυχασθενείς. Για την στήριξη της επικράτησης της μισθωτής εργασίας, για την πειθάρχιση των πλατειών μαζών στις ανάγκες της ανερχόμενης Βιομηχανικής Επανάστασης, έγινε τότε ένας εξορθολογισμός της «Πρόνοιας», με τον διαχωρισμό των «απασχολήσιμων» από τους «μη απασχολήσιμους» - ανάμεσα στους τελευταίους και οι ψυχικά πάσχοντες, των οποίων την φροντίδα έγινε πλέον αναγκαίο ν΄ αναλάβει το Δημόσιο, με την δημιουργία των δημόσιων ασύλων, αντί για την δαπανηρή χρηματοδότηση, μέχρι τότε, ιδιωτικών ιδρυμάτων.(6) Η αναφορά μας αυτή γίνεται πιο πολύ για παρακινήσει σε σκέψεις για την διαχείριση της τρέλας σε μια περίοδο βαθύτατων, κοσμογονικών αλλαγών, παρά γιατί, όπως προαναφέραμε, υπάρχουν τυπικές ομοιότητες με το σήμερα.
Τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας η χρηματοδότηση της απασχόλησης των ατόμων με ειδικές ανάγκες και των ψυχικά πασχόντων ανατέθηκε, μέσω της δραστικής, αναλογικά με τις υπάρχουσες ανάγκες, συρρίκνωσης των εθνικών πόρων, στα Κοινοτικά Προγράμματα Απασχόλησης (ΟRΙΖΟΝ, Καταπολέμηση του Αποκλεισμού κλπ). Η ισχνότητα των πόρων αυτών έδωσε σάρκα και οστά στα κριτήρια όχι καταπολέμησης, αλλά, κατά τη γνώμη μας, οριοθέτησης του αποκλεισμού από την αγορά εργασίας της πλειοψηφίας των ομάδων που αποτελούσαν τους στόχους της χρηματοδότησης. Οι γλίσχροι πόροι ευνοούν μια μικρή μειοψηφία και καταδικάζουν στην προνοιακή συντήρηση την μεγάλη πλειοψηφία.
Από την άλλη, ιδιαίτερα όσον αφορά τους ψυχικά πάσχοντες, δεν είναι ακόμα έτοιμο το από μακρού χρόνου αναμενόμενο νομικό πλαίσιο, πού θα δίνει νομική υπόσταση σε κοινωνικές επιχειρήσεις, όπου συμμετέχουν ψυχικά πάσχοντες. Χωρίς, ωστόσο, επαρκή χρηματοδότηση, ακόμα και η θεσμοθέτηση του νομικού πλαισίου θα είναι ανεπαρκής για την δημιουργία βιώσιμων επιχειρήσεων και σταθερών θέσεων εργασίας.
Η μέχρι τώρα εμπειρία από την επιδότηση της απασχόλησης, ιδιαίτερα των ψυχικά πασχόντων, στον ιδιωτικό τομέα, στην ελεύθερη αγορά εργασίας, είναι μάλλον αρνητική. Συνήθως, οι ολιγάριθμες προσλήψεις που γίνονται στη βάση της επιδότησης του ημερομισθίου, δεν διαρκούν μετά το τέλος της επιδότησης (προγράμματα ΟΑΕΔ).
Ταυτόχρονα, η εναλλαγή κακοπληρωμένης απασχόλησης με περιόδους ανεργίας, το επισφαλές των θέσεων εργασίας, καθώς και το γεγονός ότι, σύμφωνα με ορισμένους, σε ορισμένες χώρες, το κατώτερο ημερομίσθιο είναι πολύ χαμηλό, ελάχιστα υψηλότερο από ένα προνοιακό επίδομα ή μια σύνταξη αναπηρίας, δεν δημιουργεί παρά ελάχιστα κίνητρα για επιδίωξη απασχόλησης, ιδιαίτερα στα νεώτερα άτομα σε κατάσταση κοινωνικής ευαλωτότητας. (7)
Αν η ελεύθερη αγορά εργασίας παρουσιάζεται σήμερα ως ιδιαίτερα ανελαστική, άκαμπτη και απορριπτική, αλλά και παθογόνος σε σχέση με τις ανάγκες των πιο αδύναμων πολιτών, τότε η συζήτηση και το ενδιαφέρον επικεντρώνονται στις προστατευμένες και τις συνεταιριστικές μορφές εργασίας, όπου διεκδικείται η διοχέτευση των πόρων της Πρόνοιας και του Ασφαλιστικού και Υγειονομικού συστήματος (αλλά και άλλων κοινωνικών και δημόσιων πόρων). Οι πόροι αυτοί αποτελούν σήμερα πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα στις νεο ή σοσιαλ φιλελεύθερες πολιτικές της Συρρίκνωσης/Αναδιάρθωσης, για λόγους δημοσιονομικής περιστολής και τις συνειδητές ή ασύνειδες ανάγκες των πασχόντων και όλων εν γένει των χρηστών για ένα μετασχηματισμό τους στην κατεύθυνση της αναπαραγωγής τους ως κοινωνικών υποκειμένων. Υπάρχει μια σαφής στροφή, σήμερα, αναφορικά με τους πόρους της Πρόνοιας, που συνίσταται στην μεταφορά, στο πεδίο της κοινωνικής αναπαραγωγής, των κριτηρίων της αγοράς. Είναι τα κριτήρια που θεωρούν την σπάνη των πόρων σαν δεδομένη και την πολιτική της εξοικονόμησης σαν το πρωταρχικό κανόνα. Στη σημερινή οικονομική συγκυρία αυτή η αντίληψη και πρακτική έχει απόλυτη προτεραιότητα. Συνδέεται με μια ορισμένη πολιτική και πολιτιστική στάση, αυτήν της αποχής, της στέρησης, της σπάνεως, μια στάση καθαγιασμένη από την κουλτούρα, την διαχείριση και την ηθική των ασύλων : εδώ η παροχή πόρων (επίδομα, εργασία, κατάρτιση κλπ) παρουσιάζεται σαν επιβράβευση της πειθαρχικής προσαρμογής του υποκειμένου στους κανόνες του θεσμού που έχει αναλάβει την φροντίδα του, αντί για προϋπόθεση, αντί για πρώτη πράξη για την οικοδόμηση μιας σχέσης αμοιβαιότητας. Αυτή η πρακτική είναι που δημιουργεί και την σχέση εξάρτησης από το ίδρυμα/θεσμό, το ίδιο μέσα στο ίδρυμα όσο και έξω στην κοινότητα - είναι η διαδικασία χρονιοποίησης της ιδρυματικής εξάρτησης. Είναι μ΄ αυτό τον τρόπο που ο οικονομικός «εξορθολογισμός» μετατρέπεται σε μια παράλογη και αντιπαραγωγική σπατάλη.

Αντίθετα, στη θέση της επικρατούσας λογικής που βασίζεται, πχ, στο κόστος της νοσοκομειακής κλίνης και επομένως θα επιδίωκε την μεγιστοποίηση της κάλυψης των κλινών για να έχει πιο αποδοτικό οικονομικό αποτέλεσμα, θα μπορούσαν αυτοί οι πόροι να μεταβιβαστούν απ΄ ευθείας στους χρήστες, πχ, μέσω της κινητικότητας του προσωπικού (κατ΄ οίκον φροντίδα κλπ), της εξατομίκευσης των υπηρεσιών, της αύξησης των πόρων που χειρίζονται απ΄ ευθείας οι χρήστες και που πιο άμεσα σχετίζονται με την προσωπική τους ζωή. Και κατ΄ επέκτασιν, με την παραγωγικοποίηση αυτών των πόρων μέσα από την χρηματοδότηση κοινωνικά χρήσιμων δραστηριοτήτων, κοινωνικών συνεταιρισμών, επιδομάτων κατάρτισης, οργάνωσης του ελεύθερου χρόνου, προώθησης της αυτοοργάνωσης των χρηστών και της δημιουργίας οργανώσεων αυτοβοήθειας. Είναι μια τέτοια αναδιάρθρωση των πόρων - και όχι η περικοπή τους - που απευθύνεται στα υποκείμενα και όχι στα ιδρύματα, έχει θεραπευτικό χαρακτήρα γιατί είναι αποϊδρυματική και διατηρεί την προστασία με τρόπο που να προάγει την αυτονομία και όχι την καταπίεση και τον κοινωνικό έλεγχο. Η παλιά Πρόνοια (ιδιαίτερα ατροφική, εξάλλου, στην Ελλάδα) παράγει εξάρτηση, χρονιότητα, παθητικότητα, είναι σπάταλη, αντιπαραγωγική. Αλλά η απάντηση σ΄ αυτό δεν είναι η διάλυσή της, η συρρίκνωσή της. Είναι ο μετασχηματισμός της διαμέσου, όχι της καταστροφής των πασχόντων, αλλά της ανόδου του επιπέδου της ζωής τους, της ελευθερίας και της αυτονομίας τους και της εξασφάλισης των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών τους δικαιωμάτων. Με την προώθηση και την παρακίνηση για πρωτοβουλία των υποκειμένων, για την μετατροπή τους από «ασθενείς» και «χρήστες» των υπηρεσιών σε παραγωγούς, πολίτες, συμμέτοχους στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Μια κίνηση, δηλαδή, που επερωτά την ίδια την δομή της κοινωνικής οργάνωσης.

Είναι σαφές ότι η δημιουργία επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιχειρήσεων και συνεταιρισμών, στην σημερινή περίοδο κρίσης, έχει αντιφατικά αποτελέσματα διεθνώς. Τόσο οι μορφές των προστατευμένων εργαστηρίων, όπως και των μεικτών επιχειρήσεων (κοινωνικών συνεταιρισμών) και των καταναλωτικών επιχειρήσεων (όπου οι καταναλωτές είναι οι ίδιοι οι χρήστες) μπόρεσαν ν΄ ανθήσουν κάτω από ειδικές, ιδιαίτερες σε κάθε χώρα, συνθήκες, πάντα, όμως, στη βάση πολλαπλών και συντονισμένων χρηματοδοτήσεων, κυρίως από τον Δημόσιο Τομέα και την ΕΕ και λιγότερο από ιδιώτες. Η γενναία χρηματοδότηση από δημόσιους πόρους δεν θα έπρεπε να είναι λιγότερη από αυτή πού παίρνουν πολλοί μεγάλοι επιχειρηματίες : επιδοτήσεις, φοροαπαλλαγές και δάνεια, συχνά με ευνοϊκότατους όρους, χωρίς να ελέγχεται αν κάνουν επενδύσεις και χωρίς κανείς τους πιέζει να επιστρέψουν τα δάνεια τους - παρά, ίσως, με κάποιο συμψηφισμό μετά από πολλά χρόνια. Δεν υπάρχει λόγος, αν μιλάμε για «κοινωνικά πρόσωπα» και «ευαισθησίες», γιατί να μην είναι οι επιδοτήσεις και οι φοροαπαλλαγές για τις επιχειρήσεις των «ατόμων με ειδικές ανάγκες» και των ψυχικά πασχόντων μεγαλύτερες και τα δάνεια με ακόμη πιο ευνοϊκούς όρους, αν πρόκειται να έχουμε ουσιαστική δικαιοσύνη, μια και αυτή σημαίνει όχι την αφηρημένη ισότητα απέναντι σ΄ ένα τυπικό κανόνα, αλλά πώς δίνουμε περισσότερα μέσα σ΄ αυτούς που έχουν τις μεγαλύτερες και πιο ιδιαίτερες ανάγκες. Αυτό, άλλωστε, δεν είναι και η βασική αρχή της Αποκατάστασης;
Μέσα και γύρο από τέτοιες επιχειρήσεις πρέπει να κινητοποιηθούν όλοι οι κοινωνικοί φορείς, με πρώτα τα συνδικάτα των εργαζομένων, αλλά και κάθε ομάδα ή φορέας που θέλει να συμμετάσχει στην κοινωνική αναπαραγωγή.

Μιλάμε για επιχειρήσεις, όπου το κοινωνικό και το θεραπευτικό, με την έννοια της προαγωγής της ψυχικής υγείας, είναι σε αλληλοσυσχετισμό, μέσα από τον πολλαπλασιασμό των υλικών, πολιτιστικών, υποκειμενικών και θεσμικών πόρων. Εδώ η εργασία και η αμοιβή δεν είναι, κατά τον τύπο της παλιάς εργασιοθεραπείας, το βραβείο για την θεραπευτική βελτίωση του ασθενή , αλλά πρωταρχικός όρος για αυτή τη βελτίωση. Αντί για την αναπαραγωγή μιας μίζερης ζωής, είναι το «καλώς έχειν», η επάρκεια, ο πλούτος, η αφθονία των μέσων, αλλά και των σχέσεων, που μπορεί ν΄ αποτελέσει το έδαφος για το σχηματισμό του προσωπικού ενδιαφέροντος, που αποτελεί ένα βασικό παράγοντα για δημιουργία κινήτρων, νοήματος και σχέσης με τον κόσμο.

Μερικά από τα γνωρίσματα των κοινωνικών συνεταιρισμών θα ήταν τα εξής:

Ο συνδυασμός της κατάρτισης με την διαδικασία της εργασίας.

Η διαφοροποίηση και ο πολλαπλασιασμός των δραστηριοτήτων - έτσι ώστε να λαμβάνεται υπ΄ όψιν η υποκειμενική κλίση και το ενδιαφέρον.

Η μικρή διάσταση των επιχειρήσεων - στοιχείο που έχει αφετηρία στην πρωτοβουλία του υποκειμένου ή λειτουργού, κατευθύνεται σε ανάγκες και «τρύπες» της αγοράς, που σχετίζονται με την ίδια την έλλειψη ευκαιριών μέσα στον κοινωνικό ιστό για την δική τους κοινωνική αναπαραγωγή, αλλά και όλων των πολιτών. Εκτός από τους μικρότερους οικονομικούς κινδύνους η μικρή διάσταση δίνει περισσότερη δυνατότητα αυτοδιαχείρισης, απόφασης, εκπαίδευσης.

Ένα άλλο στοιχείο είναι η ποιότητα, που δεν έχει να κάνει πρωτίστως με την οικονομική διάσταση - εδώ είναι δύσκολος ο ανταγωνισμός με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις προηγμένης τεχνολογίας - αλλά και με το περιβάλλον και τα περιεχόμενα της εργασίας. Ετσι, το κριτήριο της ποιότητας του προϊόντος συνδέεται με την ποιότητα της εργασιακής διαδικασίας που οδηγεί στο ποιοτικό προϊόν. Σε μια τέτοια επιχείρηση είναι περισσότερο πιθανό να αιστανθεί κανείς ότι εκδιπλώνει τις δικές του δημιουργικές δραστηριότητες και ότι είναι λιγότερο αλλοτριωμένος.

Και φυσικά, η παραγωγικότητα είναι ένα κύριο μέλημα της κοινωνικής επιχείρησης. Η επιδίωξή της είναι να γίνεται ανταγωνιστική και όχι εργασιοθεραπευτική, να επιδιώκει τουλάχιστον να εξοικονομεί τα λειτουργικά της έξοδα, γιατί διαφορετικά θα χρεοκοπήσει και δεν θα μπορέσει να επιτελέσει τον βασικό της ρόλο για την προαγωγή της ψυχικής υγείας, αν παράγει εργασιακή ανασφάλεια, παθητικότητα, έλλειψη πρωτοβουλίας. Σε αντιδιαστολή με τον φιλανθρωπικό αλτρουϊσμό, η αλληλεγγύη. προϋποθέτει μιαν αμοιβαιότητα των συνεταιρισμένων, όπου ο καθένας έχει να κερδίσει και να ανταλλάξει με τον άλλο συνεργασία, γνώση, εμπειρία. Το αλτρουιστικό στοιχείο της αλληλεγγύης είναι συνέπεια των σχέσεων συνεργασίας. (8)

Πρέπει, ωστόσο, να προσέχει κανείς διαρκώς να διαλεκτικοποιεί τη σχέση κοινωνικού/θεραπευτικού με την αρχή της παραγωγικότητας και του προσανατολισμού στην αγορά, για να μη μεταπέσει ούτε σε μια ακραιφνή καπιταλιστική επιχείρηση από τη μια, ούτε σε μια απλή εργοθεραπεία από την άλλη. Δεν θα είχε κανένα νόημα η ύπαρξη των κοινωνικών συνεταιρισμών, αν μέσα σ΄ αυτούς αναπαράγονταν άκριτα οι ανταγωνιστικές εργασιακές σχέσεις της καπιταλιστικής παραγωγής και οι όροι της ελεύθερης αγοράς και αν οι ίδιοι οι συνεταιρισμού αυτοί δεν αποτελούσαν εργαστήρια έρευνας και εμβάθυνσης στην παθογόνα φύση των κατεστημένων εργασιακών σχέσεων και των πρακτικών για την υπέρβασή τους.

Όπως προαναφέρθηκε, τέτοιες επιχειρήσεις πρέπει να έχουν την προνομιακή μεταχείριση του κράτους, όχι μόνο με οικονομικές ενισχύσεις και φοροαπαλλαγές, αλλά και με προνομιακά συμβόλαια και παραγγελίες, χωρίς μ΄ αυτό να σημαίνει ότι στην δραστηριότητά τους οι κοινωνικοί συνεταιρισμοί είναι μονομερώς προσανατολισμένοι στις συναλλαγές με το δημόσιο και στην άκριτη στήριξη απ΄ αυτό.


Σημειώσεις


  1. Franco Rotelli : “Riabilitare la Riabilitazione”, στο «Per La Normalita», Edizioni «e» , Trieste, 1994.
  1. Να επισημάνουμε εν προκειμένω ότι χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στην χρησιμοποίηση του όρου αναπηρία για την ψυχική αρρώστια/ψυχική οδύνη. Η εύκολη αναγωγή της σ΄ αυτό που νοείται ως αναπηρία αναπαράγει (μεταφέροντας στην ίδια την φύση και το βίωμα της ψυχικής οδύνης/αρρώστιας) τα στερεότυπα της αρνητικότητας, της μειονεκτικότητας, της ελλειμματικότητας, ευοδώνοντας προσεγγίσεις συντήρησης, ελέγχου και περιθωριοποίησης, αντί ανάρρωσης, αυτονομίας και χειραφέτησης.
  2. Franco Basaglia : «Η έννοια τη υγείας και της αρρώστιας». Περιλαμβάνεται στη συλλογή κειμένων του Fr. Basaglia «Οι θεσμοί της βίας και άλλα κείμενα», εκδ. Βιβλιοτεχνία, 2008.
  3. Richard Warner : “Recovery from Schizophrenia. Psychiatry and Political Economy”, 2nd Ed. Routledge,1994.
  4. Πράσινο Βιβλίο : έκδοση του Κοινωνικού Ταμείου της ΕΕ για την Κοινωνική Πολιτική.
  5. Andrew Scull : “Museums of Madness - The Social Organization of Insanity in Nineteenth - Century England”, Ed. Pelican, 1982.
  6. Richard Warner, οππ.
  7. Ota de Leonardis & Renata Goergen : “Un impresa sociale”. Στο συνέδριο La questione psychiatrica, Trieste, 1988.


1998
Θ. Μεγαλοοικονόμου



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More