Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017

Η επόμενη εκπαιδευτική συνάντηση της Πρωτοβουλίας 'Ψ', την Παρασκευή, 1/12/17, ώρα 19.00

Η επόμενη εκπαιδευτική συνάντηση της "Πρωτοβουλίας για ένα Πολύμορφο Κίνημα στην Ψυχική Υγεία" θα έχει ως θέμα: 
                                                     "Εργασία και Ψυχική Υγεία".
               Εισηγήσεις θα γίνουν από τον Θόδωρο Μεγαλοοικονόμου, την Δώρα Κουτσανέλλου και τον Βαγγέλη Παπαγάκη. 
                                           Θ΄ακολουθήσει, όπως πάντα, συζήτηση.
                                 Η συνάντηση θα γίνει την Παρασκευή, 1/12/17, ώρα 19.00, 
                     στο χώρο του Δικτύου  Hearing Voices Αθήνας, Τροίας 44 (κοντά στην πλ. Βικτωρίας)



Και ένα σχετικό, προ εικοσαετίας, κείμενο

Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ
(Εισαγωγικές παρατηρήσεις στα προγράμματα της «καταπολέμησης του αποκλεισμού από την αγορά εργασίας»)

Η περαιτέρω εξέλιξη των υπηρεσιών ψυχικής υγείας και σε συνάρτηση με αυτές, η μοίρα των ανθρώπων με σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας, φαίνεται ότι τις φέρνει αντιμέτωπες με συγκεκριμένες επιλογές του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι της λεγόμενης «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», στη βάση των –αναθεωρημένων ή μη - συμφωνιών του Μάαστριχτ, από τις οποίες, σαν τομέας της «κοινωνικής-προνοιακής» πολιτικής του κράτους, δεν μπορούν να διαφύγουν.
Είναι γνωστό ότι ο προϋπολογισμός των κοινωνικών δαπανών του κράτους, που βαθμιαία από την δεκαετία του 80 και ραγδαία στη δεκαετία του 90 συρρικνώνεται (σε πραγματικές τιμές, αλλά κυρίως σε σχέση με τις πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες), έχει παραχωρήσει τη θέση του, ήδη από τη εποχή του καν. 815/84, στις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις, στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (ΕΚΤ), όσον αφορά τον εκσυγχρονισμό των υπηρεσιών ψυχικής υγείας, αλλά και μέρος της αναπαλαίωσης/συντήρησης του υπάρχοντος ιδρυματικού συστήματος. Επομένως, δεν διαφαίνεται-ιδιαίτερα στην περίοδο που συμπίπτει με την φρενήρη προσπάθεια του ελληνικού πολιτικού συστήματος να «πιάσει» τους στόχους του Μάαστριχτ-καμιά πιθανότητα να υπάρξει άλλη χρηματοδοτική δυνατότητα, πέρα από αυτή που παραχωρεί το ΕΚΤ.
Η απασχόληση (employment) φαίνεται ότι είναι η μαγική λέξη της περιόδου στις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις για πολλές κατηγορίες αποκλεισμένων, μεταξύ των οποίων και τα άτομα με προβλήματα ψυχικής υγείας, νοητικές μειονεξίες και μαθησιακές δυσκολίες.
Οι τίτλοι των προγραμμάτων είναι χαρακτηριστικοί:
-Employment-Orizon
-Employment-Now
-Employment-Youthstart
-Employment-Observatory
-Καταπολέμηση του Αποκλεισμού από την Αγορά Εργασίας (στα πλαίσια το 2ου Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (ΚΠΣ), ή του γνωστού 2ου πακέτου Ντελόρ).
Δεν είναι γνωστή καμιά άλλη χρηματοδότηση, για μιαν απροσδιόριστη περίοδο χρόνου, για την ανάπτυξη υπηρεσιών ψυχικής υγείας, την Αποϊδρυματοποίηση, τις ποικίλες βασικές ανάγκες των χρηστών, πέρα από αυτή της επαγγελματικής κατάρτισης και της «προώθησης στην εργασία».
Γίνεται εύκολα αντιληπτή η ειρωνεία της αποκλειστικής αυτής επικέντρωσης των χρηματοδοτήσεων στην κατάρτιση/απασχόληση των παραδοσιακά αποκλεισμένων από το σύστημα και θεωρούμενων, εξ‘ ορισμού, σαν μη παραγωγικών ατόμων, σε μια εποχή ραγδαία εξαπλούμενης ανεργίας. Αυτό, ωστόσο, δεν θα έπρεπε να εμποδίσει να σταθεί κανείς αντιμέτωπος, ιδιαίτερα οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας, στις προκλήσεις που προκύπτουν από το γεγονός ότι καλούνται, χωρίς άλλες εναλλακτικές λύσεις, να χρησιμοποιήσουν αυτές τις χρηματοδοτήσεις για να προωθήσουν αλλαγές, ή να διατηρήσουν αλλαγές που έγιναν στο παρελθόν και αντιμετωπίζουν τον άμεσο κίνδυνο κατάρρευσης.
Τα τελευταία χρόνια οι παραδοσιακοί ρόλοι στα επαγγέλματα ψυχικής υγείας γνώρισαν σημαντικές αμφισβητήσεις, που σχετίζονται με τα νέα πεδία και τις νέες απαιτήσεις της πρακτικής - και της θεωρίας - στον τομέα της ψυχικής υγείας. Απαιτήσεις που αμφισβητούν το παραδοσιακό, στενό κλινικό μοντέλο (βιολογικό ή ψυχοδυναμικό) θεραπείας και/ή φροντίδας της αρρώστιας, σαν μιας απομονωμένης κλινικής οντότητας/ενδοψυχικής διεργασίας, προς όφελος μιας πολυδιάστατης, κλινικοαποκαταστασιακής, ψυχοκοινωνικής αντιμετώπισης του χρήστη, σαν μιας πάσχουσας ύπαρξης, μέσα στο πλέγμα των κοινωνικών της σχέσεων και επικοινωνιών. Σε μια τέτοια οπτική, η εργασία αποτελεί μια βασική υπαρξιακή διάσταση του κοινωνικού ανθρώπου. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να μείνει έξω από τη σφαίρα ενδιαφέροντος του λειτουργού και της υπηρεσίας-όχι σαν απλό στοιχείο της κλινικής ιστορίας, αλλά σαν μια βασική παράμετρος της ανθρώπινης ύπαρξης, της οποίας η βασική δημιουργική/παραγωγική ικανότητα διοχετεύεται μέσα σ’ ένα αλλοτριωτικό κοινωνικό/εργασιακό πλαίσιο. Αυτή η προσέγγιση ορίζει και μια θεμελιακή κατεύθυνση αιτιοπαθογένειας/ερμηνείας και οργάνωσης μιας αντίστοιχα πολυδιάστατης θεραπευτικής πρακτικής.
Ωστόσο, η πρόσδεση της ψυχιατρικής στις διαδικασίες κοινωνικού ελέγχου και στο κράτος, παρά τις αλλαγές στην μορφή, διατηρήθηκε στο περιεχόμενο-στον βασικό κοινωνικό της ρόλο : την συμμετοχή της στην διατήρηση της δημόσιας τάξης και της κατεστημένης κοινωνικής ισορροπίας. Αυτή η πρόσδεση του ψυχιατρικού θεσμού, αν δεν αντιμετωπιστεί μέσω μιας κριτικής πρακτικής, απειλεί να τον κάνει συνένοχο στις διαδικασίες εφαρμογής κοινωνικών πολιτικών, στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που προωθούν τον αποκλεισμό στο όνομα της ένταξης και την κατάρρευση της κοινωνικής προστασίας στο όνομα της «ισότητας των ευκαιριών». Αυτή η «ισότητα» μπορεί να επιτευχθεί εάν η «κοινωνική κινητικότητα των ατόμων, νέων και ενηλίκων, αντιμετωπιστεί σαν μέρος μιας διαδικασίας προσωπικής ανάπτυξης που αρχίζει από το σχολείο και συνεχίζεται στην εργασία και στην περαιτέρω κατάρτιση»… σαν μια «δια βίου εκμάθηση…» (Πράσινο Βιβλίο, για την Ευρωπαϊκή Κοινωνική Πολιτική, έκδοση της Γενικής Διεύθυνσης Απασχόλησης, Εργασιακών Σχέσεων και Κοινωνικών Υποθέσεων, 1994).
Η νόμιμη επιδίωξη των επαγγελματιών ψυχικής υγείας για την μεγαλύτερη δυνατή απορρόφηση υλικών πόρων προς όφελος των χρηστών και της υλικής οικοδόμησης των κοινωνικών τους δικαιωμάτων και μιας ζωής με νόημα μέσα στην κοινωνία, δεν θα έπρεπε να παρεμποδίσει, αλλά αντίθετα, να παρακινήσει έναν ευρύ προβληματισμό για την νέα φάση εξέλιξης των υπηρεσιών ψυχικής υγείας, την διεκδίκηση/υπεράσπιση των «δικαιωμάτων του πολίτη» των ατόμων με σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας, για τον μετασχηματισμό/κατάρρευση του κράτους πρόνοιας, που πρόκειται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία.

Αλλωστε, ο χρηματοδοτικός φορέας, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, δεν είναι, ούτε θέλει να είναι, ο «άγγελος προστάτης» τωβ κάθε είδους αποκλεισμένων, αλλά ένα διαρθρωτικό κοινοτικό ταμείο, που σκοπός του είναι η ρύθμιση της «συμμετοχής, της προσαρμογής και… η μείωση των υφισταμένων ανισοτήτων μεταξύ ομάδων και περιοχών της ΕΕ, για την εξασφάλιση μιας «ευημερίας…(που)…εξαρτάται από την διαδραμάτιση (από την ΕΕ) ενός ολοκληρωμένου ρόλου στο ελεύθερο εμπόριο, έστω και αν αυτό συνεπάγεται επίπονες προσαρμογές σε ορισμένους τομείς και περιοχές της Κοινότητας» (οππ, υπογρ. δική μας).
Είναι ενδιαφέρον να δούμε πώς το ίδιο το Πράσινο Βιβλίο προσδιορίζει τον ρόλο του ΕΚΤ:
«Η πρόσφατη αναθεώρηση του κανονισμού τουβ ΕΚΤ του παρέσχε τα μέσα για ν΄ ανταποκρίνεται με αποτελεσματικότερο και πιο ευέλικτο τρόπο τις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της αγοράς εργασίας και σε ορισμένες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη. Η αναθεώρηση αυτή αντανακλά έναν από τους κύριους σκοπούς που υποστηρίζει το παρόν έγγραφο: την ανάγκη για τμηματική μετάβαση από την θεραπεία στην πρόληψη στον τομέα της αγοράς εργασίας και στην ανάγκη μετάβασης από την διατήρηση του εισοδήματος στην ένταξη στην αγορά εργασίας, στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας. Φυσικά, η παρέμβαση του ΕΚΤ, μολονότι συχνά είναι ουσιαστική, αποτελεί συμπληρωματική μόνο συμβολή στις προσπάθειες που καταβάλλουν τα κράτη μέλη…»(οππ, υπογρ. δική μας).
Σ΄ ένα άλλο σημείο αναφέρεται:
«…Οι πρόσφατα εγκριθέντες κανονισμοί το καθιστούν (το ΕΚΤ) περισσότερο εύκαμπτο μέσο, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την ενθάρρυνση της καινοτόμας πολιτικής και την μεταφορά των επιτυχών δοκιμαστικών σχεδίων σε κύριες πολιτικές». (υπογρ, δική μας). Ένα παράδειγμα αναφέρεται ότι είναι η «διευκόλυνση της διάδοσης της απασχόλησης μερικού χρόνου…», σαν μέσο βελτίωσης της κατάστασης της απασχόλησης.
Είναι γνωστό ότι το Πράσινο Βιβλίο αποτελεί την εξειδίκευση του Λευκού Βιβλίου στον τομέα της κοινοτικής κοινωνικής πολιτικής. Το Λευκό Βιβλίο περιέχει τις κατευθύνσεις για την αναδιάρθρωση της οικονομίας και τη μεταβολή των εργασιακών σχέσεων στην μετα-Μάαστριχτ Ευρώπη, έτσι ώστε να γίνει πιο ανταγωνιστική διεθνώς. Η μεταβολή των εργασιακών σχέσεων παρουσιάζεται σαν μέρος των πρακτικών για την καταπολέμηση της ανεργίας, μέσω, μεταξύ άλλων, ελαστικοποίησης των εργασιακών όρων κα ωραρίων, μείωση του ωραρίου με μείωση μισθού, μερική απασχόληση προγράμματα κατάρτισης (εφ΄ όρου ζωής)των ανέργων, κοκ.
Η μεταβολή/απεξάρθρωση του κράτους πρόνοιας θωρείται ακρογωνιαίος λίθος αυτών των μετασχηματισμών.

Το Κράτος Πρόνοιας, ιδιαίτερα μεταπολεμικά, αλλού ανεπτυγμένο και αλλού ατροφικό, αντιπροσώπευε κατακτήσεις εργαζομένων, που εξασφάλιζαν, σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό, τα γηρατειά, την υγεία, την στέγη, την επιβίωση στη διάρκεια της ανεργίας, τη στήριξη διαφόρων ομάδων ή στρωμάτων του πληθυσμού, που για διάφορους λόγους δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν ούτε ένα επίπεδο διαβίωσης στα όρια της φτώχειας, βασίστηκε σε μια κεϋνσιανού τύπου πολιτική, στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, της οποίας οι ιστορικοί όροι, κοινωνικοί συσχετισμοί και αντιφάσεις, ξεφεύγουν από τους στόχους του παρόντος.
Το Κράτος Πρόνοιας είχε κριτικαριστεί στο παρελθόν για την ανεπάρκειά του και για την γραφειοκρατική-διεκπεραιωτική διαχείρισή του, που περιλάμβανε και μερικές από τις κατασταλτικές λειτουργίες κοινωνικού ελέγχου και περιορισμού ορισμένων ομάδων. Διάφορα ιδρύματα εγκλεισμού ήταν εξαρτήματα τα Κράτους Πρόνοιας. Τα ψυχιατρεία ήταν ένα είδος από αυτά τα ιδρύματα. Ο τρόπος λειτουργίας των προνοιακών ιδρυμάτων χαρακτηριζόταν από την άσκηση μιας καταπιεστικής προστασίας. Απέναντι στην παθητικότητα, την εξάρτηση, την έλλειψη κινήτρων και πρωτοβουλίας και την αβουλία που καλλιεργούσαν οι προνοιακοί θεσμοί, υψώθηκαν φωνές που καλούσαν για ελευθερία, καλλιέργεια της πρωτοβουλίας, της αυτονομίας, της προσωπικής ζωής, της δημιουργικότητας και της παραγωγικότητας. Για μια παραγωγική αξιοποίηση των προνοιακών πόρων, που θα έκανε τους χρήστες των υπηρεσιών (ιδιαίτερα των ατόμων με προβλήματα ψυχικής υγείας) να βρουν νόημα, αυτοεκτίμηση, αυτοπεποίθηση και υλική στήριξη, σε μια πορεία προς την κοινωνική ενσωμάτωση.
Τόσο, όμως, μια μονόπλευρη προσέγγιση στα ζητήματα της προστασίας/αυτονομίας και ελευθερίας/εγκατάλειψης, όσο και η προαναφερθείσα πρόσδεση του ψυχιατρικού θεσμού στο κράτος, έκανε συχνά τον πρώτο να γίνεται όχημα των πολιτικών του
δεύτερου για περικοπή των κοινωνικών δαπανών στο όνομα της «ελευθερίας» (χωρίς προστασία) και της αυτονομίας και της προσωπικής παραγωγικότητας και δημιουργικότητας, χωρίς καμιά στήριξη.
Το ζήτημα στο ξεπέρασμα των ιδρυμάτων της καταπιεστικής προστασίας ήταν πώς, την απόρριψη της καταπιεστικής λειτουργίας, θα διατηρούνταν η προστασία, με τρόπο ώστε να προάγει την ελευθερία. Πώς η προστασία δεν θα πνίγει την ελευθερία, αλλά θα την στηρίζει υλικά, συναισθηματικά, θεσμικά. Η πρόσφατη ιστορία, όμως, του ψυχιατρικού εκσυγχρονισμού, στις προηγμένες χώρες, συνδέθηκε συχνά με περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές, ιδιαίτερα από τα τέλη τα δεκαετίας του 60, όταν άρχισαν ο πρώτοι τριγμοί στο μεταπολεμικό «κράτος της ευημερίας».
Στη χώρα μας, λόγω της καθυστέρησης (σε χρόνο), της περιορισμένης και ιδιότυπης ανάπτυξης του «εκσυγχρονισμού» στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας, δεν γνωρίσαμε φαινόμενα όπως αυτά στην προηγμένη Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Το σύστημα των ψυχιατρικών ασύλων δεν αμφισβητήθηκε, έτσι ώστε να διατηρείται και να αναμένεται από αυτό να παίξει τα ρόλο του στη νέα περίοδο της οξείας κοινωνικής κρίσης. Φαίνεται, όμως, ότι η «στασιμότητα» στην μετά του 815/84 εποχή εγκυμονεί πρωτόγνωρα φαινόμενα λόγω των καταλυτικών επιδράσεων των διαδικασιών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης πάνω στα θεμέλια του κράτους πρόνοιας και των κατακτήσεων των εργαζομένων.
Η υγεία και άλλα κοινωνικά δικαιώματα μετατρέπονται από παροχές/κατακτήσεις σε εμπορεύματα που πωλούνται και αγοράζονται στην ελεύθερη αγορά. Οι δικαιούχοι των παροχών ωθούνται να γίνουν καταναλωτές εμπορεύσιμων υπηρεσιών για τις οποίες πρέπει να πληρώνουν.

Όπως φαίνεται από το Πράσινο Βιβλίο, ολόκληρο το σύστημα των σχέσεων που έχει εγκαθιδρυθεί εδώ και δυο αιώνες και αποτελεί την έννοια, τους θεσμούς και το υλικό περιεχόμενο των κοινωνικών δικαιωμάτων, θεωρείται αναχρονισμός, εμπόδιο στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Το πρόβλημα του κοινωνικού αποκλεισμού και της φτώχειας δεν αντιμετωπίζεται, πλέον, μόνο σαν «πρόβλημα ανισοτήτων μεταξύ της κορυφής και της βάσης της κοινωνικής κλίμακας, αλλά, επίσης, και μεταξύ εκείνων που έχουν μια θέση στην κοινωνία και εκείνων οι οποίοι αποκλείονται».
Ο ίδιος ο ρόλος της εργασίας αλλάζει και μαζί της το βάρος του «εισοδήματος από εργασία», όπως αναφέρεται. Ιχνηλατείται ο διαχωρισμός παραγωγής και πρόνοιας στην περίοδο της Βιομηχανικής Επανάστασης (αρχές 19ου αιώνα): «Η μετανάστευση σε πόλεις που μεγάλωναν διαρκώς και η εργασία σε εργοστάσια διέλυσε τα αγροτικά δίκτυα (που παρείχαν παλιότερα προστασία) και οδήγησε βαθμιαία σε λειτουργίες πρόνοιας, οι οποίες εστιάστηκαν κατ΄ αρχήν στην φιλανθρωπία, σε ενώσεις, σε θρησκευτικά τάγματα και στις συνδικαλιστικές οργανώσεις και στη συνέχεια περισσότερο στο κράτος».
Δεν χωρίστηκε μόνο η εργασία από την πρόνοια, αλλά «παγιώθηκε και ο διαχωρισμός της εργασίας από άλλες δραστηριότητες».
Η εργασία δίνει, εκτός από εισόδημα και ένα κοινωνικό ρόλο/ταυτότητα, αλλά αποτελεί και «βάση για την οργάνωση του ημερήσιου ή του εβδομαδιαίου χρόνου». Οι νέες τεχνολογίες και δημογραφικοί λόγοι (η γήρανση του πληθυσμού) οδηγούν στη επιμήκυνση του ορίου ηλικίας για την συμμετοχή στην ενεργό εργασιακή δράση, σε πιο ευέλικτες «αγορές εργασίας» και «χρόνου εργασίας»… «Οι αλλαγές αυτές θα μπορούσαν να σημαίνουν ότι η διαίρεση μεταξύ «χρόνου εργασίας» και «άλλου χρόνου» θα εξασθενίσει… παρουσιάζουν την πρόκληση της επανευθυγράμμισης της εργασίας και της πρόνοιας…».
Καθώς η ανεργία αυξάνεται ραγδαία και δεν υπάρχουν ορατές προοπτικές επανόδου σε καταστάσεις «πλήρους απασχόλησης», ενώ γίνεται επιτακτική η συρρίκνωση των δημόσιων, κοινωνικών δαπανών, οι προτάσεις είναι άνοιγμα στον ιδιωτικό τομέα για υγεία, συντάξεις, «στόχευση της δημόσιας δαπάνης για εκείνους που έχουν τις μεγαλύτερες ανάγκες και κυρίως υπονόμευση της εξασφάλισης ενός ελάχιστου εισοδήματος με τη σύνδεσή του με «υπηρεσίες για την προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής επανένταξης».
Το νέο σύνθημα είναι τώρα η «ισότητα των ευκαιριών», αντί της κοινωνικής προστασίας.
Αυτή, βέβαια, η ισότητα των ευκαιριών, μέσα στον κυκεώνα του άγριου ανταγωνισμού και της αγοράς, είναι ένας μύθος, όσο και η ισότητα τω πολιτών. Το μόνο εφόδιο που φαίνεται να προβλέπεται για ορισμένους είναι η εκπαίδευση, η κατάρτιση και η επανακατάρτιση, η εκμάθηση δια βίου. Αυτή η προσέγγιση βασίζεται πάνω στην διαπίστωση ότι «με οικονομικούς όρους, το ανθρώπινο κεφάλαιο είναι απεριόριστα ‘ελάσιμο’ και κατά συνέπεια δικαιολογείται μια τολμηρή στάση όσον αφορά την επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό». Είναι βέβαια «λυπηρό» που, σύμφωνα με την διαπίστωση του συγγραφέα, το «ανθρώπινο κεφάλαιο απαξιώνεται και απορρίπτεται στις μέρες μας, αλλά αυτό που χρειάζεται για να μην «υπονομεύεται η δημόσια εικόνα της επιχείρησης στον τρέχοντα κύκλο των απολύσεων και των κοινωνικών σχεδίων» είναι «πιο εκπαιδευμένο, προσαρμόσιμο και δημιουργικό εργατικό δυναμικό για να στηρίξει τις αλλαγές στην οργάνωση της παραγωγής… Η απαραίτητη προσαρμοστικότητα του συστήματος παραγωγής ώστε να ανταποκρίνεται περισσότερο στις ανάγκες της παραγωγής για να χρησιμοποιεί πλήρως τον ακριβό κεφαλαιουχικό εξοπλισμό οδηγεί σε νέα πρότυπα ωραρίου εργασίας, αμοιβής και καθορισμού θέσεων εργασίας… Ενώ η κυκλική ανάλυση της αγοράς επικεντρώνεται στη απασχόληση, την ανεργία και την συμμετοχή του εργατικού δυναμικού, η πιο σημαντική παράμετρος στην διαθρωτική προσέγγιση είναι το αποτέλεσμα της διαδικασίας κατάργησης θέσεων εργασίας/δημιουργίας θέσεων εργασίας. Το εάν αυτό το αποτέλεσμα είναι ευρέως θετικό ή όχι εξαρτάται από την δημιουργία νέων μικρών επιχειρήσεων και, κατά συνέπεια, από το επιχειρηματικό πνεύμα. Ο μεταβιομηχανικές κοινωνίες έχουν βασική ανάγκη να διευρύνουν την έννοια της επιχείρησης, καλύπτοντας την αυτοαπασχόληση, τους συνεταιρισμούς, τους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς κλπ, να καλλιεργήσουν το επιχειρηματικό πνεύμα σε ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού και να αναπτύξουν δομές υποστήριξης… Η επιστροφή σε μια μορφή πλήρους απασχόλησης είναι πιθανό να σηματοδοτηθεί από μια τέτοια πολιτιστική αλλαγή προς την κατεύθυνση ευρύτερων ικανοτήτων για οικονομική πρωτοβουλία στον πληθυσμό. Το πνεύμα της ‘μισθωτής εργασίας’ που κυριαρχεί στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση, για παράδειγμα, πρέπει να υποστεί μετασχηματισμό, όπως και η πάγια ακολουθία εκπαίδευσης, εργασίας, αναψυχής και σύνταξης, που είναι τυπική του μοντέλου αυτού της κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από την μαζική παραγωγή, την μεταποίηση και την ανδροκρατία» (υπογρ. δική μας).
Το βέβαιο είναι ότι η επίθεση στην ‘μισθωτή εργασία’ δεν αναφέρεται στις αλλοτριωτικές, εκμεταλλευτικές πλευρές της, αλλά σε ό,τι συνιστά κατακτήσεις των εργαζομένων απέναντι στους εργοδότες τους.
Το κείμενο του Πράσινου Βιβλίου επιχειρεί συχνά να λειάνει τις τρομακτικές αιχμές που διαρρηγνύουν το πλέγμα των μέχρι τώρα εγκαθιδρυμένων κατακτήσεων, αναφερόμενο σε κοινωνικά αποδεκτές διαδικασίες, συναίνεση, διαπραγμάτευση, ποιότητα ζωής κλπ. Είναι, όμως, έντονα αισθητό πόσο αυτές οι περίτεχνες περιφράσεις δεν είναι παρά λεκτικά επικαλύμματα, ανάμεσα στα οποία προσφέρεται
κυρίως πιάτο :
«Ενώ οι διεθνείς επιχειρήσεις θα μπορούν να υιοθετήσουν μια στρατηγική ‘περικοπής του κόστους’ και να διαπραγματευθούν μια κοινωνική προστασία χαμηλότερου επιπέδου, φαίνεται πιθανότερο ότι θα προτιμήσουν μια ‘ποιοτική’ στρατηγική υψηλών επιπέδων αμοιβής, συμμετοχής και ασφάλειας, λόγω της ανάγκης που υπάρχει για ταχείες αλλαγές στα προϊόντα στα όρια της αγοράς. Οπωσδήποτε, ενώ οι συνθήκες αυτές θα εφαρμόζονται στον ‘πυρήνα’ του εργατικού δυναμικού, η ευελιξία τους εξαρτάται, επίσης, από ένα ’ποσοστό’ εργατικού δυναμικού που μπορεί να λαμβάνει διάφορες μορφές περιλαμβανομένης της εποχιακής πρόσληψης, μερικής απασχόλησης και χρήσης εργατικού δυναμικού επί συμβάσει, τόσο χαμηλού όσο και υψηλού επιπέδου εξειδίκευσης και δεξιοτήτων…» (υπογρ, δική μας).
Ξεφεύγει από τους στόχους του παρόντος ν΄ αναλύσουμε εδώ τις αντιφάσεις στα περιεχόμενα, στους ορισμούς και στις προτάσεις του Πράσινου Βιβλίου, καθώς επίσης και το να περιγράψουμε αναλυτικά τον συνολικό τρόπο με τον οποίο επιχειρείται η κατεδάφιση του «κοινωνικού κράτους». Αυτό που έχει σημασία εδώ είναι να δούμε πώς διαγράφονται, με σαφήνεια, οι κατευθυντήριες γραμμές προσαρμογής της «κοινωνικής προστασίας» στην Ευρώπη του 2000, έτσι ώστε το «απεριόριστα ελάσιμο» κεφάλαιο του ανθρώπινου δυναμικού να προσαρμοστεί στις καινούργιες ανάγκες του κεφαλαίου με τρόπους που εκθεμελιώνουν όλο τον μέχρι τώρα τρόπο ύπαρξης των εργαζόμενων στρωμάτων.

Η δια βίου κατάρτιση και επανακατάρτιση δεν απηχεί, φυσικά, το «γηράσκω αεί διδασκόμενος». Αντίθετα, αποκαλύπτει την βαθιά ανασφάλεια της θέσης των εργαζομένων, σε μια κοινωνία και περίοδο ραγδαίων τεχνολογικών αλλαγών που χαρακτηριστικό τους είναι η απόλυτη μείωση των θέσεων εργασίας. Απέναντι σ΄ ένα πυρήνα καλοπληρωμένων υψηλής εξειδίκευσης εργατών, απλώνεται η πολυμορφία των νέων μορφών απασχόλησης που το βασικό τους χαρακτηριστικό είναι η ‘απεριόριστη ελαστικότητα’, ή ευελιξίας, ή τα ελαστικά ωράρια, ή, σε τελευταία ανάλυση, ο τελείως ελαστικός τρόπος του να ζει κανείς ή να μη ζει. Είναι η αχανής θάλασσα της μερικής απασχόλησης, της αυτοαπασχόλησης, των συμπληρωματικών θέσεων εργασίας σε υπηρεσίες - η ‘κατ’ οίκον εργασία’, η ‘βιομηχανία της φροντίδας’- που θα «μπορούσαν να προσφέρουν θέσεις εργασίας σε πολλούς μακροχρόνια άνεργους από τους οποίους λείπουν τα τυπικά προσόντα κάθε είδους» (Πράσινο Βιβλίο)…..που συνορεύουν με τα στρώματα του ελάχιστου εισοδήματος, της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Όπως έχει παρατηρηθεί, τα τελευταία χρόνια έχει γίνει σαφής η αποσύνδεση ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη (στην οποία συνήθως ελπίζεται η δημιουργία θέσεων εργασίας) και στην απασχόληση. Ενώ, δηλαδή, αυξάνεται ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης και τα κέρδη, αυξάνεται ταυτόχρονα και η ανεργία.
Ούτε, όμως, ο τομέας των υπηρεσιών μπόρεσε να ν΄ αντικαταστήσει τις χαμένες από την παραδοσιακή βιομηχανία θέσεις εργασίας. Η επέκταση των ηλεκτρονικών δικτύων και στις υπηρεσίες έχει κάνει να εξαλειφθούν οι προσδοκίες ότι ο ραγδαία αναπτυσσόμενος τομέας των υπηρεσιών θα μπορούσε να προσφέρει μια διέξοδο στο πρόβλημα της απασχόλησης.
Το πρόβλημα δεν είναι απλά διαρθρωτικό, αλλά έχει να κάνει με αξεπέραστες αντιφάσεις της αναπαραγωγής του διεθνούς κεφαλαίου, σε μια εποχή ραγδαίων τεχνολογικών αλλαγών (που φέρνουν την κυριαρχία στην οικονομική ζωή του τομέα των γνώσεων, ενός τομέα που δημιουργεί πολύ λιγότερες θέσεις εργασίας από όσες καταστρέφει) και παγκοσμιοποίησης του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Η προσαρμογή, μέσω της κατάρτισης/επανακατάρτισης, στις νέες τεχνολογικές αλλαγές δεν έσωσε τις θέσεις εργασίας, πχ, στις ΗΠΑ. Οι θέσεις που δημιουργήθηκαν, ήταν θέσεις χαμηλού κόστους, στον τομέα των υπηρεσιών, κακοπληρωμένες, παροδικές, χωρίς καμιά σιγουριά.
Οπως νοείται και προβάλλεται, η διαδικασία της διαρκούς κατάρτισης δεν έχει καμιά σχέση με τον έλεγχο του εργαζόμενου πάνω στο μέσο και την διαδικασία της παραγωγής, δεν αυξάνει την κυριαρχία του πάνω στο προϊόν του, ούτε συμβάλει στην αυθεντικότερη έκφραση του παραγωγού μέσα από τη παραγωγική/δημιουργική δραστηριότητα. Η διεθνής εμπειρία μάλιστα έδειξε ότι το συνδικαλιστικό κίνημα δεν στάθηκε ικανό ούτε καν να επωφεληθεί από την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών για ν΄ αυξήσει το μερίδιό του από την αύξηση της παραγωγικότητας καθώς και την εξουσία του πάνω στους όρους εισαγωγής της νέας τεχνολογίας (μείωση του ωραρίου χωρίς μείωση μισθού κλπ). Αντίθετα, το προτεινόμενο μοντέλο διαρκούς κατάρτισης έχει πιο πολύ να κάνει με τη δημιουργία ενός παθητικού, εύπλαστου εργατικού δυναμικού, που, γεμάτο ανασφάλεια και αβεβαιότητα από τους επισφαλείς όρους της αγοράς εργασίας, λειτουργεί σε μια κατακερματισμένη βάση, σύμφωνα με την ατομική, προσωπική προσπάθεια, κάτω από εξαιρετικά ανταγωνιστικές συνθήκες και όχι από μια συλλογική, οργανωμένη, ταξική σκοπιά.
Από την άλλη, βέβαια, υπάρχει η αναφερθείσα παραπάνω κυρίαρχη πραγματικότητα της συρρικνωμένης αγοράς εργασίας και η δημιουργία περιορισμένου αριθμού θέσεων για «ανθρώπους χωρίς προσόντα».

Ένα άλλο στοιχείο που χρήζει προσοχής σε σχέση με τις δραστηριότητες του ευρωπαϊκού «κοινωνικού κράτους», είναι η χρήση που γίνεται της έννοιας της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Ποτέ, σε μια περίοδο που όλο και περισσότερα στρώματα του πληθυσμού αποκλείονται κοινωνικά, δεν έγινε τόσος λόγος για καταπολέμηση του αποκλεισμού.
Η αναφορά στην έννοια του αποκλεισμού γίνεται τα τελευταία 30 χρόνια ολοένα και πιο διαδεδομένη και από όρος και αναλυτικό εργαλείο αμφισβήτησης κατεστημένων εξουσιών και κοινωνικών δομών, φτάνει να υιοθετείται από τους πολιτικούς σχεδιαστές και εκπροσώπους των κυρίαρχων πολιτικών εξουσιών στη Ευρώπη.
Ο αποκλεισμός συναντάται σαν εννοιολογικό εργαλείο στην ανθρωπολογία, στην υπαρξιακή φιλοσοφία, στην κοινωνιολογία, στην κοινωνική ψυχολογία, σε ρεύματα της ψυχιατρικής. Πολιτικά χρησιμοποιήθηκε από τη δεκαετία του 60, από ένα τμήμα μιας, «εναλλακτικής» προς την παραδοσιακή, αριστεράς για να ορίσει όλα εκείνα τα στρώματα στο περιθώριο της κατεστημένης κοινωνικής οργάνωσης, που είχαν το καθένα τα δικά του διακριτά χαρακτηριστικά (μαύροι και άλλοι έγχρωμοι πληθυσμοί, θρησκευτικές μειονότητες, σεξουαλικές μειονότητες, εθνικές μειονότητες, ψυχικά ασθενείς, τοξικομανείς κλπ). Τα στρώματα αυτά έμεναν συνήθως έξω από τον κύκλο ενδιαφέροντος της παραδοσιακής αριστεράς, είτε με την επίκληση μιας αποκλίνουσας ηθικολογίας, είτε με την αναγωγή της αντιμετώπισης/λύσης των προβλημάτων αυτών, μ΄ ένα αυτόματο τρόπο, στην μελλοντική αταξική κοινωνία.
Από την άλλη, η αναγνώριση της ανάγκης να έλθουν στο κέντρο της προσοχής τα αιτήματα/ανάγκες/δικαιώματα όλων αυτών τω αφυπνιζόμενων ομάδων, οδήγησε συχνά σε μερικευμένες και επιφανειακές προσεγγίσεις, που απομόνωναν την ειδική μορφή και τα ειδικά χαρακτηριστικά των προβλημάτων της κάθε ομάδας από το γενικό κοινωνικό, ταξικό της υπόβαθρο και περιεχόμενο, υιοθετώντας στρατηγικές και επιδιώκοντας λύσεις με αποκλειστική αναφορά στο πλαίσιο της κατεστημένης κοινωνικής τάξης (απ΄ όπου πηγάζει ο αποκλεισμός). Μια τέτοια απονευρωμένη αντίληψη του κοινωνικού αποκλεισμού μετατρέπεται, στις μέρες μας, σε διαχειριστικό εργαλείο από αυτούς που επεξεργάζονται την ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική.

Ένα επίπεδο ανάλυσης του αποκλεισμού είναι το ανθρωπολογικό, τις διασυνδέσεις και την διαλεκτική του οποίου με το κοινωνικό, το υπαρξιακό και το ψυχολογικό/ψυχιατρικό, έδωσε με εξαιρετική και οξυδερκή ανάλυση ο Franco Basaglia, μια από τα μεγαλύτερες μορφές του αποϊδρυματικού κινήματος στην Ιταλία, στις δεκαετίες του 70 και του 70.
Επηρεασμένος από την φαινομενολογία, την υπαρξιακή φιλοσοφία του Σαρτρ και από τον Αντόνιο Γκράμσι, ο Fr. Basaglia αναλύει τον αποκλεισμό σαν ένα από τα είδη των ανθρωπίνων σχέσεων, μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης (βλ. το δοκίμιο «Ένα πρόβλημα της ιδρυματικής ψυχιατρικής-ο αποκλεισμός σαν κοινωνικο-ψυχολογική έννοια», Scritti I).
Μέσα σε μια κοινωνία που βασίζεται σε ανταγωνιστικές σχέσεις και ταξικές και πολιτιστικές διαφορές, κατασκευάζονται πάντα «περιοχές αντιρρόπησης των εσωτερικών της αντιθέσεων, στις οποίες υλοποιείται η ανάγκη άρνησης ή μετατροπής σε αντικείμενο ενός μέρους της ίδιας της υποκειμενικότητας».
Ο άνθρωπος αρνείται και αποκλείει τον άλλο σαν ένα τρόπο για ν΄ αποκλείσει και ν΄ αρνηθεί αυτό που μέσα του φοβάται και δεν είναι ικανός να εξουσιάσει. Το απομακρύνει εξορίζοντας τις ομάδες στις οποίες το έχει αντικειμενοποιήσει. Αντί να φτιάξει τον δικό τον κόσμο, εκτυλίγοντας τις δυνατότητές του, τοποθετείται σαν αντικείμενο μέσα στον κόσμο-αντικειμενοποιώντας την σκοτεινή πλευρά της δικής του υποκειμενικότητας και αποδιαλεκτικοποιώντας τη σχέση με τον εαυτό του και τους άλλους.
«Ο μηχανισμός με τον οποίο παράγεται αυτή η σχέση αποκλεισμού είναι η έκφραση των ορίων το ίδιου μας του πεδίου δυνατοτήτων, ενδιαφερόντων, σχέσεων. Μετατρεπόμενοι σε αντικείμενα μέσα σ΄ αυτόν που αποκλείουμε, το πεδίο των υποκειμενικών μας εμπειριών σιγά-σιγά μειώνεται, γιατί ο αποκλεισμός του άλλου από μας δεν είναι παρά η συγκεκριμενοποίηση των προσωπικών μας ορίων, που συμβολίζονται με θεσμοποιημένους κανόνες, οι οποίοι δικαιολογούν τον αποκλεισμό».
Ο αποκλεισμός συνδέεται, έτσι, με μια διαδικασία προσαρμογής στην πραγματικότητα, όπου ο άνθρωπος αποκλείει και μεταφέρει στον άλλο αυτό που δεν μπόρεσε να ενσωματώσει και να οικειοποιηθεί στον εαυτό του. Αντί για μιαν αρμονική διαδικασία αφομοίωσης της πραγματικότητας (και του εαυτού), μετατρέπεται σε αντικείμενο μέσα στον άλλο, που το αρνείται και το απορρίπτει.
Οι αναλύσεις αυτές του Basaglia έχουν, όπως αναφέραμε, Σαρτρικές αφετηρίες. Σε πολλά σημεία της ανάλυσης η κοινωνική διαδικασία του αποκλεισμού και των αποξενωμένων σχέσεων φαίνεται να είναι προϊόν διαδικασιών υποκειμενικών ή διυποκειμενικών. Ωστόσο, ο Franco Basaglia τονίζει, αλλού, πιο καθαρά τη σύνδεση του ανθρωπολογικού/υπαρξιακού με το κοινωνικό στοιχείο, υπογραμμίζοντας ότι οι έγκλειστοι στα άσυλα τρελοί είναι ο φτωχοί τρελοί-το άσυλο είναι το «σπίτι» της φτώχειας, που συναντιέται με την τρέλα. Η μοίρα των πλουσίων με ψυχικές διαταραχές είναι συχνά πολύ διαφορετική.
Ο τρελός που αποκλείεται, εκτός από φτωχός, εκτός από την στέρηση που υφίσταται και βιώνει, όπως όλοι οι αποκλεισμένοι, έχει, λόγω της φύσης του, το χαρακτηριστικό ότι, ακόμα και η πράξη του διαμαρτυρίας ενάντια στην καταπίεση και τον αποκλεισμό-που υφίσταται και που αρνείται-να θεωρείται, από μια κοινωνική κουλτούρα εκπροσωπούμενη από τον ψυχιατρικό θεσμό, σαν μια απλή εκδήλωση της αρρώστιας τους. Η διαμαρτυρία του θεωρείται ότι τον επαναφέρει στην παθολογική του κατάσταση και στην εξουσία αυτών που τον ελέγχουν. Σε μια κοινωνία, όπως αυτή, δεν θα μπορέσει ποτέ να σταθεί απέναντι σ΄ αυτόν που τον αποκλείει. Ως εκ τούτου, οι ευθύνες του ψυχιάτρου όταν τον περιθάλπει, και της κοινωνίας, είναι ακόμη μεγαλύτερες στην διατήρηση του αποκλεισμού του ψυχασθενή.
Θα μπορούσε, τέλος, να παρατηρηθεί, σχετικά με τις μελέτες των ανθρωπολόγων, απ΄ όπου αντλήθηκε υλικό για τις διαδικασίες του αποκλεισμού σαν «ανθρωπολογικό χαρακτηριστικό», σαν φυσικό όρο της σχέσης με τον άλλο, σαν έκφραση της ανθρώπινης φύσης-όπου μάλιστα περιγράφονται οι τελετουργίες του εξορκισμού, του εξοστρακισμού, του αποδιοπομπαίου τράγου- ότι αναφέρονται σε κοινωνικές πραγματικότητες, όπου επικρατεί η σπάνις, ή μια κοινωνική οργάνωση που αναπαράγει την σπανιότητα σε διευρυμένη κλίμακα ακόμα και σήμερα), παράλληλα με την άγνοια και την κυριαρχία των ανεξέλεγκτων δυνάμεων της φύσης πάνω στον άνθρωπο (που αποτελεί μέρος της φύσης). Η μέχρι τώρα λειτουργία της ιστορικής κοινωνίας, που γεννά και αναπαράγει αενάως τις διαδικασίες του αποκλεισμού σ΄ ένα έδαφος αλλοτριωμένων σχέσεων, δεν μπορεί φυσικά, να προδικάσει την λειτουργία μιας κοινωνίας όπου θα έχει ξεπεραστεί η σπάνις (με την υλική, κοινωνική, πολιτιστική/πνευματική της έννοια) και θα υπάρχουν οι προϋποθέσεις μετατροπής του κοινωνικού ανθρώπου από αντικείμενο σε υποκείμενο των κοινωνικών διαδικασιών.

Σχετικά με την τρέχουσα χρήση του όρου «κοινωνικός αποκλεισμός», ας ξεκινήσουμε από το κείμενο τω οδηγιών του Υπουργείου Εργασίας για την συμπλήρωση αιτήσεων για χρηματοδότηση προγραμμάτων στα πλαίσια της «καταπολέμησης του αποκλεισμού από την αγορά εργασίας». Το κείμενο αυτό σπεύδει να κάνει τη διάκριση ανάμεσα στην έννοια της φτώχειας και εκείνης του κοινωνικού αποκλεισμού. Επικαλύπτονται αλλά δεν συμπίπτουν. Ορίζει τον κοινωνικό αποκλεισμό σαν «την παρεμπόδιση της απορρόφησης κοινωνικών και δημόσιων αγαθών, όπως, πχ, αυτά της εκπαίδευσης, του συστήματος υγείας, της συμμετοχής στο πολιτικό γίγνεσθαι και ιδιαίτερα της εργασίας, η έλλειψη των οποίων οδηγεί συνήθως και στην οικονομική ανέχεια. Ο όρος ‘κοινωνικός αποκλεισμός’ χαρακτηρίζει, δηλαδή, τόσο μια κατάσταση, όσο και μια διαδικασία».
Από την άλλη, το Πράσινο Βιβλίο (ΠΒ) επισημαίνει την ανάγκη να ειδωθεί η φτώχεια όχι στατικά, αλλά στην δυναμική και στον πολυδιάστατο χαρακτήρα της. Κατά το ΠΒ, η φτώχεια δεν πρέπει να ειδωθεί σαν πρόβλημα «μόνο ανισοτήτων». Δηλαδή υπονοείται ότι πρέπει τουλάχιστον εξίσου να ληφθούν υπόψιν παράγοντες, όπως η προσωπική ικανότητα και δεξιότητα, η εκπαίδευση, η ικανότητα πρόσβασης, η αναδιάρθρωση των υπαρχόντων και διατιθέμενων πόρων, η παραγωγικότητα, η επιχειρηματικότητα, η διακίνηση της πληροφορίας και η ενημέρωση, ο συντονισμός διαφόρων φορέων κλπ.
Ο τρόπος που εννοείται αυτή η «δυναμική» αντιμετώπιση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού τείνε κατά τη γνώμη μας, να συσκοτίζει το συνολικό κοινωνικό τους υπόβαθρο, την αναγκαία αναπαραγωγή τους από την αντιφατική φύση του καπιταλιστικού συστήματος, όπου ο πλούτος παράγει τη φτώχεια και η φτώχεια παράγει τον πλούτο. Ενός συστήματος του οποίου αναγκαίος όρος ύπαρξης είναι η παραγωγή και αναπαραγωγή ανισοτήτων. Μια τέτοια αντίληψη δεν θα επιτρεπόταν ποτέ στην λογική του ΠΒ, όπου, όπως είδαμε παραπάνω, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η φτώχεια δεν αντιμετωπίζονται σαν πρόβλημα μόνο «ανισοτήτων κορυφής και βάσης της κοινωνίας, αλλά επίσης και μεταξύ εκείνων που έχουν θέση στην κοινωνία και εκείνων οι οποίοι αποκλείονται». Προφανώς αυτή η εκτίμηση έχει σχέση και με το ποιοί καλούνται να πληρώσουν την «πρόνοια» για τους φτωχούς και τους αποκλεισμένους: όχι οι πλούσιοι, αλλά οι λιγότερο φτωχοί (άλλωστε αυτό ήταν μέρος της θατσερικής πολιτικής στις αρχές της δεκαετίας του 80).
Οι διαδικασίες και οι δυναμικές, που οδηγούν στον κοινωνικό αποκλεισμό, συσκοτίζονται ως προς την θεμελιώδη πηγή τους, που είναι η συνολική παραγωγή και αναπαραγωγή του συστήματος και επικεντρώνουν σε δευτερεύουσες διαστάσεις του προβλήματος, που, όμως, είναι μερικές και παράγωγες.
Ένα παράδειγμα σ΄ αυτή την προσέγγιση είναι αποσπασματική προσέγγιση στις λεγόμενες ΛΕΟ (Λιγότερο Ευνοούμενες Ομάδες, ή Least Privilegded Groups). Ανεργοι, ηλικιωμένοι, μονογονεϊκές οικογένειες, άτομα με ειδικές ανάγκες και άλλες κατηγορίες. Όπως τονίζεται σε μιαν έρευνα/παρέμβαση, που έγινε στην Δήμο Αργυρούπολης, στα πλαίσια του προγράμματος Poverty 3 και δημοσιεύτηκε με τον τίτλο Σύνθετες Διαδικασίες του Κοινωνικού Αποκλεισμού και ο Ρόλος της οικογένειας στην Κοινωνική Προστασία, Praxis, Αθήνας, 1992, Σ. Χτούρης), ο στόχος της έρευνας και το κύριο αντικείμενο του προγράμματος δεν είναι η φτώχεια σαν «γενική κοινωνική κατηγορία», αλλά οι ΛΕΟ. Αυτό συμβαίνει γιατί η «κατάσταση φτώχειας και η κατάσταση ΛΕΟ είναι εννοιολογικά συγγενείς, αλλά όχι ταυτόσημες μεταξύ τους». Η εξήγηση είναι ότι μπορεί ένα άτομο που ανήκει σε μια ΛΕΟ «να μη βρίσκεται σε κατάσταση φτώχειας, δηλαδή, να είναι σε θέση να ικανοποιήσει όχι μόνο τις βασικές του ανάγκες, αλλά να έχει ακόμα την δυνατότητα για πολυτελή κατανάλωση». Και αναφέρονται τα παραδείγματα ατόμων αποκλεισμένων ομάδων, όπως των τσιγγάνων, που ασχολούνται με το τοπικό εμπόριο, ή ανέργων νέων, που, στη διάρκεια του καλοκαιριού, βρίσκουν εποχιακή δουλειά και καταναλώνουν «πέρα από τις δυνατότητές τους». Ο χαρακτηρισμός ΛΕΟ ανάγεται «σ΄ ένα δομικό μειονέκτημα, στο οποίο υπόκειται το συγκεκριμένο άτομο…».
Στην περίπτωση της περιοχής που έγινε η έρευνα/παρέμβαση (Αργυρούπολη) εντοπίζονται τέσσερις συνθέσεις διαδικασιών αντιθετικού χαρακτήρα που, σε συνδυασμό με άλλους προσωπικούς παράγοντες, οδηγούν στον κοινωνικό αποκλεισμό:
1.Η αντίθεση τω στρατηγικών διαγενεακής κοινωνικής ανέλιξης με την κατακερματισμένη αγορά εργασίας και την συνολική θεσμική υστέρηση και δυσλειτουργία στο θέμα της υποστήριξης υων ανέργων.
2. Η αντίθεση της οικογενειακής οργάνωσης με την αδιαφάνεια της αγοράς και την υστέρηση του τραπεζικού συστήματος.
3. Η αντιθετική σχέση της έντονης εσωστρέφειας του οικογενειακού θεσμού με την κοινωνική αποξένωση του τοπικού πληθυσμού και τις ελλείψεις κοινωνικής και πολιτικής διαφάνειας.
4. Η διαπλοκή της θεσμικής υστέρησης και της αποτυχίας της λειτουργίας των δημόσιων θεσμών με την έντονη κεντρική ελεγκτική τους παρέμβαση και την διαρκή καθυστέρηση της κοινωνικής και οικογενειακής υποδομής.
Αυτοί οι παράγοντες αποτελούν την ελληνική, τοπική εκδήλωση μιας «δομικής κρίσης στη, Ευρώπη», όπου η διαδικασία ενοποίησης της αγοράς θα έχει σαν αποτέλεσμα, σε άλλες περιοχές να υπάρξει όφελος και οικονομική ανάπτυξη και σε άλλες, αντίστοιχες απώλειες σε οικονομική ανάπτυξη και θέσεις εργασίας. Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα μια σειράς από δομικές αντιθέσεις, όπως ζήτηση εργαζομένων με υψηλές εξειδικεύσεις και αδυναμία των εργαζομένων ν΄ ανταποκριθούν. Αντίθεση φύλων από την μαζική χρησιμοποίηση γυναικών στην αγορά εργασίας. Αντίθεση ανάμεσα σε εργάτες της εθνικής-τοπικής αγοράς εργασίας και μετανάστες, μειονότητες κλπ. Δημογραφική-ασφαλιστική αντίθεση (λόγω γήρανσης του πληθυσμού). Αντίθεση από την αύξηση του αριθμού των απασχολούμενων στις υπηρεσίες, που θέτει προβλήματα σε μια δυναμική αύξηση της παραγωγικότητας.
Ποιες είναι οι στρατηγικές των προγραμμάτων που βασίζονται πάνω σε αυτές τις δομικές-διαρθρωτικές αναλύσεις; Ιδού πώς εκφράζονται στο επίπεδο της τοπικής δράσης:
«Σύνδεση της συμβουλευτικής και κοινωνικής υποστήριξης των ΛΕΟ με συγκεκριμένα προγράμματα εκπαίδευσης και εξειδίκευσης.
Ενεργοποίηση του οικογενειακού περιβάλλοντος και των σχέσεων οικογενειακής συμπαράστασης για την υποστήριξη των επαγγελματικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων των ΛΕΟ.
Δημιουργία θεσμικών πλαισίων που με την μορφή κέντρων επικοινωνίας, συνεργασίας και εκπαίδευσης των ΛΕΟ θα μπορούν μακροπρόθεσμα ν΄ αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Ενεργοποίηση των κεντρικών κρατικών θεσμών για την συμμετοχή τους με ευέλικτο τρόπο στις ενέργειες των τοπικών προγραμμάτων που αντιμετωπίζουν την φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Δημιουργία δικτύου επικοινωνίας μεταξύ των ΛΕΟ, των τοπικών θεσμών και άλλων ενδιαφερομένων με σκοπό την συνολική διαφάνεια και παρουσία του προγράμματος της φτώχειας στην τοπική και υπερτοπική κοινωνία» (οππ).
Παραθέσαμε το ανωτέρω απόσπασμα σαν μια χαρακτηριστική έκφραση του πνεύματος και των κατευθυντήριων γραμμών δράσης της νέας ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής. Οι στρατηγικές (καθώς και οι επιμέρους δράσεις τους και συγεκριμενοποιήσεις τους) αποδέχονται το Κοινωνικό Είναι σαν δεδομένο και πάνω σ΄ αυτή τη βάση εξεργάζονται δράσεις που στοχεύουν σε διορθωτικές κινήσεις. Αυτές δεν απευθύνονται στις βασικές αντιφάσεις και διεργασίες που ενοχοποιούνται για την εξαθλίωση και πολλαπλασιάζουν τη φτώχεια-εκδηλώσεις των οποίων είναι οι ειδικές περιστάσεις οι αντιμετωπίζουν οι διάφορες ΛΕΟ. Αλλά και αυτές οι τελευταίες, δεν διάγουν μιαν αποσπασματική, απομονωμένη, νησιωτική ζωή μέσα ή έξω από τον κοινωνικό ιστό. Αποτελούν, αντίθετα, μέρη μιας κοινής μοίρας εξαθλίωσης, που πίσω της έχει ένα κοινό υπόβαθρο.
Η κατεδάφιση/απεξάρθρωση του κράτους πρόνοιας δεν μπορεί να υποκατασταθεί από «κινητοποίηση τοπικών και κοινωνικών πόρων». Ηδη αυτοί οι πόροι κινητοποιούνται και οι πηγές τους αποστραγγίζονται στον έσχατο βαθμό από άλλες ανάγκες του σημερινού κράτους, τις ίδιες που οδηγούν στην κατεδάφιση του κράτους πρόνοιας (ελλείμματα κλπ).
Μέτρα και στρατηγικές σαν τις προτεινόμενες σε διάφορα προγράμματα (στήριξη οικογενειών, επιχειρηματικές πρωτοβουλίες κλπ) είναι σημαντικά σαν συμπληρωματικά και όχι σαν υποκατάστατα της ανάγκης για ριζική αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου. Και, κυρίως, η υλοποίηση τέτοιων δράσεων θα έπρεπε να προσεγγίζεται από τη σκοπιά της οικοδόμησης των όρων, κινήματος και συνείδησης, για την αντιμετώπιση της ρίζας του αποκλεισμού και της εξαθλίωσης.

Ο κοινωνικός αποκλεισμός έχει πράγματι έναν δυναμικό χαρακτήρα-είναι μια διαδικασία και μια κατάσταση. Είναι, για την ακρίβεια, μια αέναη διαδικασία, που πηγάζει από την αντιφατική και συγκρουσιακή διαστρωμάτωση της κοινωνίας- μιας κοινωνίας που είναι ταξικά διαρθρωμένη.
Σε όλες τις εποχές, διάφορες ομάδες ή στρώματα, που ανήκουν πάντα στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, βρίσκουν τον εαυτό τους αποκλεισμένο από τον κοινωνικό ιστό, χωρίς καμιάν ευκαιρία να συμμετάσχουν στοιχειωδώς σε μια κοινωνικά ενεργό και υλικά ανεκτή ζωή.
Είναι άτομα που συνήθως ορίζονται σαν εκείνα που δεν μπορούν να στηρίξουν ή να φροντίσουν τον εαυτό τους (ή τις οικογένειές τους) μ΄ ένα τρόπο αποδεκτό και ανταποκρινόμενο στο ιστορικά κατακτημένο επίπεδο ζωής της συγκεκριμένης κοινωνίας και από το ίδιο το άτομο. Σ΄ ένα κοινωνικό σύστημα που βασίζεται στον κοινωνικό διαχωρισμό είναι πάντα και σε όλες τις εποχές πολλαπλές οι αιτίες που άτομα και ομάδες βρίσκονται κάποια στιγμή, ή περνούν ολόκληρη τα ζωή τους, έξω από το οργανωμένο δίκτυο των κοινωνικών συναλλαγών: τα πλατειά στρώματα των φτωχών, ομάδες που αντιμετωπίζουν φραγμούς για φυλετικούς λόγους (μειονότητες αλλά και, ενίοτε, πληθυσμιακές πλειοψηφίες), ή ομάδες που αδυνατούν να ενταχθούν στον δεδομένο παραγωγικό ιστό, εξαιτίας μιας ιδιαίτερης ανάγκης τους να τύχουν ειδικών ευκαιριών (εδώ εντάσσονται τα άτομα με προβλήματα ψυχικής υγείας), άτομα ή ομάδες που συγκεκριμένες συγκυρίες της ζωής τα έφεραν σε σύγκρουση με την καθεστηκυία τάξη και οδηγήθηκαν σε μια περιθωριακή, εχθρική προς την οργανωμένη κοινωνία στάση, θρησκευτικές ομάδες κλπ. Σε κάθε περίπτωση, μια σειρά από προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες απέναντι στους «διαφορετικούς» ή τους «άλλους», παίζουν τον δικό τους ρόλο στην διαμόρφωση μιας «κουλτούρας της ταυτότητας» που αποκλείει, την «στιγματισμένη διαφορετικότητα». Αυτό, ωστόσο, το πλέγμα προκαταλήψεων δεν αποτελεί παρά μια «ψευδή συνείδηση», που πηγάζει από την μυστικοποίηση των κοινωνικών αντιθέσεων και η οποία, εν συνεχεία, γίνεται αντικείμενο συνειδητής και σκόπιμης επεξεργασίας, διαμόρφωσης και κινητοποίησης από τις ιδεολογικές ελίτ των κυρίαρχων στρωμάτων (διανοούμενοι τεχνικοί, επιστήμονες κλπ) για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων κάθε φορά στόχων.
Θα έπρεπε επομένως, να δεχτούμε ότι, κάτω από τον όρο «κοινωνικός αποκλεισμός» ορίζεται μια πολυμορφία κοινωνικών φαινομένων, που παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους, οι οποίες, ενίοτε, συσκοτίζονται από τον γενικό όρο. Περιλαμβάνει τα φαινόμενα της έσχατης κοινωνικής εξαθλίωσης, της μακροχρόνιας ανεργίας, αλλά και την ενεργητική περιχαράκωση ομάδων που επιθυμούν να διατηρήσουν ένα δικό τους τρόπο ζωής και μια πολιτιστική ταυτότητα. Αυτό που, κατά τη γνώμη μας, είναι χαρακτηριστικό σε όλες τις διαφορετικές περιπτώσεις, είναι ότι ο αποκλεισμός είναι μια ενεργητική διαδικασία, που έχει ένα συγκρουσιακό χαρακτήρα. Αυτοί που αποκλείονται, θέτουν, συνειδητά ή ασυνείδητα, το αίτημα (και αγωνίζονται) να «επανενταχθούν» (ή να ενταχθούν), ν΄ αποκτήσουν κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά δικαιώματα-θέτουν έμμεσα ή άμεσα σε αμφισβήτηση την όλη κοινωνική οργάνωση, που η λειτουργία της και η αναπαραγωγή της τους αποκλείει.
Δεν είναι τυχαίο, από αυτή την άποψη, ότι σ΄ όλη την ιστορία, αλλά ιδιαίτερα τα τελευταία τετρακόσια χρόνια, διάφορα μέτρα πάρθηκαν για την αντιμετώπιση του φαινομένου, που πάντα εθεωρείτο απειλή για την δημόσια τάξη και τα μέτρα κυμαίνοντάν από την «μέριμνα» για τους πτωχούς(πτωχοκομεία, φιλανθρωπία συσσίτια), μέχρι την τιμωρητική στάση τον εγκλεισμό και την απομόνωση σε ιδρύματα. Διάφορες περίοδοι της ιστορίας γνώρισαν την επικράτηση της μιας ή της άλλης στάσης, ανάλογα με τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Συναφής ήταν πάντα η αίσθηση της απειλής και του κινδύνου (ιδιαίτερα του κινδύνου κατά της ατομικής ιδιοκτησίας των «αποκλειόντων») που συνεπάγεται η στέρηση από πλατειά στρώματα των στοιχειωδών μέσων για μιαν αξιοπρεπή ζωή και ελεύθερη έκφραση της ταυτότητάς τους.
Όταν η οικονομική συγκυρία το επέτρεπε ή το απαιτούσε, ένα μεγάλο μέρος από τα στρώματα αυτά έμπαινε μέσα στον παραγωγικό ιστό, όταν αυτός είχε ανοδική τάση. Τότε η επανένταξη και οι αντίστοιχες ιδέες έρχονταν στο προσκήνιο. Οταν ξεσπούσε η οικονομική κρίση, τότε δυνάμωνε το ιδεολογικό οπλοστάσιο του αποκλεισμού και του ρατσισμού, υιοθετούνταν τιμωρητικές στάσεις και ο εγκλεισμός. Μια αδρή και μόνο εξέταση της ιστορίας από τον 18ο έως τον 20ο αιώνα, μπορεί εύκολα να το αποδείξει.

Μιλώντας με όρους πολιτικής οικονομίας, θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε τον χαρακτηρισμό του «εφεδρικού βιομηχανικού στρατού», σημαντικό μέρος του οποίου αποτελούν αυτές οι ομάδες αποκλεισμένων, ή φτωχών και εξαθλιωμένων στρωμάτων. Εφεδρικός βιομηχανικός στρατός ορίστηκε το κομμάτι αυτό της εργατικής δύναμης που βρίσκεται έξω από τον κύκλο και την διαδικασία της παραγωγής και είναι μεγαλύτερο όταν η συγκυρία έχει κατιούσα πορεία-και τότε χρησιμοποιείται για να «κρατάει» χαμηλά τους μισθούς όσων έχουν ακόμη εργασία. Όταν ο οικονομικός κύκλος βρίσκεται σε άνοδο, τότε ένα μέρος του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού απορροφάται στην παραγωγή, για να πεταχτεί ξανά έξω όταν η άνοδος τελειώσει.
Τα χαρακτηριστικά των κρίσεων έχουν ριζικά αλλάξει από τον 19ο αιώνα μέχρι τα τέλη του 20ου, αποκτώντας πλέον, έναν διαρκή και απόλυτο χαρακτήρα, ωστόσο, οι αναλύσεις που έκανε για το φαινόμενο αυτό-όπως και για άλλα-ο Καρλ Μαρξ, όχι μόνο, κατά τη γνώμη μας, εξακολουθούν να ισχύουν, αλλά βρίσκουν ακόμη μεγαλύτερη επιβεβαίωση.
Σύμφωνα με αυτές τις αναλύσεις, κάθε εργαζόμενος μπορεί ν΄ ανήκει στον σχετικό υπερπληθυσμό, όταν είναι άνεργος ή μερικά απασχολούμενος. Υπάρχουν τρεις βασικές μορφές τα σχετικού υπερπληθυσμού, η κυμαινόμενη, η λανθάνουσα και η λιμνάζουσα.
Η κυμαινόμενη μορφή αφορά κλάδους όπου η μηχανή (και κατ΄ επέκταση, η αυτοματοποίηση) είναι κυριαρχικό στοιχείο και όπου οι εργαζόμενοι απολύονται ή επαναπροσλαμβάνονται στην παραγωγή, αλλά γενικά ο αριθμός των απασχολουμένων, αν και αυξάνει, μειώνεται διαρκώς σε σχέση με την έκταση της βιομηχανικής παραγωγής. Μια αιτία μπορεί να είναι ότι καταμερισμός της εργασίας δένει τους εργαζόμενους σε ορισμένους κλάδους (λόγω και επαγγελματικής εξειδίκευσης) αν και υπάρχει ζήτηση σε άλλους κλάδους.
Στην λανθάνουσα μορφή, ο σχετικός υπερπληθυσμός προέρχεται από τον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό της παραγωγής, πράγμα που ωθεί το αγροτικό πληθυσμό στην πόλη και στην βιομηχανία. Μέρος του αγροτικού πληθυσμού (και αυτό ισχύει ιδιαίτερα και πάλι σήμερα με την αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής και την συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού που προωθούν οι οδηγίες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας) αποβλέπει ανά πάσα στιγμή στην μετάβασή του στην πόλη και στις τάξεις των βιομηχανικών εργατών ή άλλων απασχολήσεων.
Η λιμνάζουσα μορφή αφορά το μέρος της εργατικής δύναμης που έχει εξαιρετικά ακανόνιστη απασχόληση, μακρόχρονη περίοδο ανεργίας, προερχόμενο από πλεονάζοντες αριθμούς εργαζομένων από κλάδους που παρακμάζουν. Είναι ένα τμήμα εργατών που έχει βιοτικό επίπεδο κάτω από το «κανονικό» της εργατικής τάξης και υπόκειται στις πιο εκμεταλλευτικές μορφές απασχόλησης (παράταση του χρόνου εργασίας, χαμηλή αμοιβή κλπ). Η μορφή αυτή αυξάνει όσο περισσότερο αυξάνει ο σχετικός υπερπληθυσμός με την επέκταση της κεφαλαιϊκής συσσώρευσης. Μεγάλες ομάδες του «κοινωνικού αποκλεισμού» κατοικούν σ΄ αυτή την κατηγορία
Αξίζει να δούμε τον τρόπο που ο Μαρξ περιγράφει τα φτωχά στρώματα κάτω από τον όρο εξαθλίωση (pauperism):
«Το κατώτερο τμήμα του σχετικού υπερπληθυσμού, τέλος, κατοικεί στη σφαίρα της εξαθλίωσης. Εκτός από τους αλήτες, τους εγκληματίες τις πόρνες, με μια λέξη τις «επικίνδυνες» τάξεις, αυτό το στρώμα της κοινωνίας συνίσταται από τρεις
κατηγορίες. Πρώτα, αυτούς που μπορούν να δουλέψουν. Χρειάζεται μόνο να δει κανείς, επιπόλαια έστω, τις στατιστικές της εξαθλίωσης στην Βρετανία για να βρει ότι η ποσότητα των φτωχών αυξάνει με κάθε κρίση και μειώνεται με κάθε άνοδο του εμπορίου. Δεύτερο, τα ορφανά και τα φτωχά παιδιά. Αυτά είναι υποψήφιοι του εφεδρικού βιομηχανικού στρατού και σε καιρούς μεγάλης ευημερίας… ταχέως και σε μεγάλους αριθμούς εντάσσονται στον ενεργό στρατό των εργατών. Τρίτον, οι παραιτημένοι και οι κουρελήδες και εκείνοι που είναι ανίκανοι να εργαστούν, κυρίως άνθρωποι που υποκύπτουν στην ανικανότητά τους για προσαρμογή, λόγω του καταμερισμού της εργασίας. Οι άνθρωποι που έχουν περάσει την κανονική ηλικία του εργάτη, τα θύματα της βιομηχανίας, των οποίων αριθμός αυξάνει με την αύξηση των επικίνδυνων μηχανών, των ορυχείων, των χημικών εργασιών κλπ, οι ακρωτηριασμένοι, οι άρρωστοι, οι χήρες κλπ. Η εξαθλίωση είναι το νοσοκομείο του ενεργού εργατικού στρατού και το νεκρό βάρος του εφεδρικού βιομηχανικού στρατού. Η παραγωγή του περιλαμβάνεται σε αυτήν του σχετικού υπερπληθυσμού, η αναγκαιότητά του μέσα στη δική τους. Μαζί με τον υπερπληθυσμό, η εξαθλίωση αποτελεί έναν όρο της καπιταλιστικής παραγωγής και της καπιταλιστικής ανάπτυξης του πλούτου…. Αποτελεί προϊόν της καπιταλιστικής παραγωγής, αλλά το κεφάλαιο γνωρίζει πώς να τους πετάξει, κατά το μεγαλύτερο μέρος, από τους δικούς του ώμους, πάνω στους ώμους της εργατικής τάξης και της κατώτερης μεσαίας τάξης».
Επισημαίνουμε την παρατήρηση για τους «ανθρώπους που υποκύπτουν στην ανικανότητά τους για προσαρμογή, λόγω του καταμερισμού της εργασίας». Δεν αφορά αυτό άραγε και τους πάσχοντες από σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας, όπως προφανώς τους αφορά η παρατήρηση για τα θύματα της βιομηχανίας και τους κινδύνους της μηχανοποίησης και του αυτοματισμού;

Η «οικονομική ολοκλήρωση», που προωθείται σήμερα στην Ευρώπη, προκαλεί μια ριζική ανατροπή του τρόπου ύπαρξης όλων των εργαζόμενων στρωμάτων, όπως αυτός είχε εγκαθιδρυθεί από την περίοδο της Βιομηχανικής Επανάστασης. Η αναδιάρθρωση της παραγωγής θέτει μεγάλες μάζες εργαζομένων έξω από την παραγωγική διαδικασία, χωρίς την δυνατότητα να επωφεληθούν από μιαν ανάπτυξη απασχολήσεων σε άλλους τομείς, καθώς, όπως προαναφέραμε, χαρακτηριστικό των νέων τομέων της παραγωγής είναι η παραγωγή πολύ λιγότερων θέσεων εργασίας απ΄ όσες καταστρέφονται στους παραδοσιακούς κλάδους.
Ετσι, πλάι στους αυξανόμενους αριθμούς των ανέργων κάθε ηλικίας, που προέρχονται από τους αυτόχθονες πληθυσμούς, τους νέους που δεν θα μπορέσουν στο προβλεπτό μέλλον να μπουν σε θέση εργασίας, τις μεγάλες μάζες των μερικά απασχολούμενων, αυτών που κάνουν παροδικές εργασίες με μειωμένα ή καθόλου δικαιώματα, όλους αυτούς που εξαναγκάζονται στις κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας των ποικίλων υπηρεσιών- πλάι σ΄ όλους αυτούς θα συνεχίσουν ν΄ αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο οι διαφόρων ειδών άνεργοι μετανάστες και οικονομικοί πρόσφυγες, οι διάφορες μειονότητες και μειοψηφίες, που θ’ αποκλείονται τόσο περισσότερο όσο προχωρά η οικονομική συρρίκνωση. Και μαζί τους οι πτωχευμένοι αγρότες, που παλιά έβρισκαν δουλειά στις βιομηχανίες, ενώ τώρα προστίθενται απευθείας στο πολύχρωμο φάσμα των ανέργων και υποαπασχολούμενων της πόλης, ενώ παράλληλα, πληθαίνουν τα θύματα των ψυχολογικών εντάσεων που προκαλεί τόσο η μακροχρόνια ανεργία, όσο και οι συνέπειες των νέων παραγωγικών μηχανισμών και διαδικασιών.
Ολοι αυτοί θα κληθούν τώρα να αντιμετωπίσουν μια μειωμένη κοινωνική προστασία, αφενός-και πρωτίστως-για λόγους δημοσιονομικής περιστολής (ελλείμματα κλπ), αλλά και γιατί ο τρόπος ύπαρξης του εργατικού δυναμικού, η παραγωγική διάρθρωση της κοινωνίας, ο παραδοσιακός εργαζόμενος (εργάτης ή άλλος) και ο παραδοσιακός εργάσιμος χρόνος και οι εργασιακές σχέσεις, αλλάζουν ριζικά, για την ακρίβεια γίνονται το αντικείμενο συστηματικής καταστροφής. Η κοινωνική προστασία δεν συρρικνώνεται μόνο. Αλλάζει και χαρακτήρα προσαρμοζόμενη σ΄ αυτές τις διαρθρωτικές αλλαγές στην παραγωγική βάση. Το «κοινωνικό κράτος» μετατρέπεται σε κράτος που απορυθμίζει τις παλιές σχέσεις και ρυθμίζει τις καινούργιες. Η κοινωνική δαπάνη αντί να «προστατεύει» τα θύματα των κρίσεων και των δυσπραγιών του συστήματος (αποσκοπώντας στον μετριασμό των κοινωνικών εντάσεων και των κινδύνων γα την κατεστημένη κοινωνική τάξη πραγμάτων) επιδιώκει πρωτίστως την εξοικείωση και τον πειθαναγκασμό των εργαζομένων στις νέες εργασιακές ρυθμίσεις. Πχ, έναα απολυμένος ειδικευμένος εργάτης δεν μπορεί να παίρνει επ΄ άπειρον επίδομα ανεργίας μέχρι να βρει μια θέση εργασίας που ν΄ ανταποκρίνεται στην κοινωνική του ταυτότητα και στον κοινωνικό του ρόλο εδώ και χρόνια. Αν θέλει να πάρει κάποιο βοήθημα, μπορεί να το κάνει σαν ενακαταρτιζόμενος, για να βρει συνήθως μια υποδεέστερη θέση, ή, το συνηθέστερο, για να πυκνώσει τις τάξεις εκείνων που είναι έτοιμοι να δεχτούν τα πάντα για μια θέση, πχ, μερικού ωραρίου, χωρίς ασφάλιση, ή ορισμένου χρόνου, ή εργασία κοινωνικά «υποβαθμισμένη», που δεν θα δεχόταν ποτέ στο παρελθόν. Το σημερινό «κοινωνικό κράτος» τείνει πλέον να μην ενδιαφέρεται να συμμετάσχει στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης (υγεία, στέγη κλπ), γιατί ενδιαφέρεται πρωτίστως για την απεξάρθρωση του σημερινού τρόπου ύπαρξής της.
Αλλά ανταγωνισμός θα υπάρξει και για τις θέσεις κατάρτισης, δεδομένου ότι και αυτές είναι λίγες, σε σύγκριση με τον αριθμό των ανέργων. Αργότερα, ανάλογα με το αν βρει κανείς θέση εργασίας, ή αν οι νέες συγκυρίες το απαιτήσουν, μπορεί να υποστεί «νέα κατάρτιση» για μιαν ορισμένη περίοδο χρόνου.

Μέσα στο σύστημα των παραγωγικών, εργασιακών σχέσεων, ο «ελεύθερος χρόνος», που θα μπορούσε να μεγαλώσει δραματικά και ν΄ αξιοποιηθεί ουσιαστικά μέσα από μια μη αλλοτριωτική εκμετάλλευση των νέων τεχνολογικών εξελίξεων, απομυζάται στην διαβρωτική λειτουργία του συνολικού κοινωνικού συστήματος και εισέρχεται και αυτός άμεσα στην εξυπηρέτηση των αναγκών της επιχείρησης. Για τον λεγόμενο «πυρήνα» «των ειδικευμένων εργατών, που θα έχουν απασχόληση στους τομείς της νέας τεχνολογίας, ο ελεύθερος χρόνος δεν υποτάσσεται απλώς στα καταναλωτικά πρότυπα που τρέφουν την βιομηχανία της ψυχαγωγίας, δεν είναι απλώς μια ανάνηψη της εργατικής δύναμης, για ν΄ αξιοποιηθεί το δυναμικό της την επόμενη μέρα στο χώρο εργασίας, αλλά ενσωματώνεται μέσα σε ένα κύκλο ζωής που προσδιορίζεται από τις ανάγκες της επιχείρησης σε 24ωρη βάση. Αν δεχτούμε ότι η υψηλή ανταγωνιστικότητα της ιαπωνικής βιομηχανίας περιέχει χαρακτηριστικά που τείνουν ν΄ αντιγράφονται από πολλούς ανταγωνιστές της διεθνώς, τότε θα έπρεπε να δώσουμε προσοχή στις εξής επισημάνσεις
Αντίθετα με το παραδοσιακό επιστημονικό μάνατζμεντ, που εφαρμόζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες, το οποίο δεν επέτρεπε στους εργάτες να επεμβαίνουν στον τρόπο διεξαγωγής της εργασίας, οι Ιάπωνες εργοδότες αποφάσισαν από νωρίς να δώσουν αυτό το δικαίωμα στους υπαλλήλους τους, για να μπορέσουν ν΄ αξιοποιήσουν περισσότερο τόσο την πνευματική, όσο και την σωματική τους εργασία, χρησιμοποιώντας ένα συνδυασμό μεθόδων δημιουργίας κινήτρων και αναχρονιστικού πειθαναγκασμού. Από τη μια πλευρά, οι εργαζόμενοι ενθαρρύνονται στο να ταυτίζονται με την εταιρεία, να την βλέπουν σαν σπίτι και σιγουριά τους…. ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής τους έξω από τη δουλειά έχει να κάνει με εταιρικά προγράμματα που συμπεριλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, κύκλους ποιότητας κοινωνικές εκδηλώσεις και ταξίδια. Οι εταιρείες γίνονται ολοπαγείς θεσμοί, λένε οι Κένεϊ και Φλόριντα «ασκώντας επιρροές σε πολλούς τομείς της κοινωνικής ζωής». Από αυτή την άποψη, παρουσιάζουν κάποιες ομοιότητες με άλλες μορφές ολοπαγών θεσμών, όπως είναι τα τάγματα μοναχών ή ο στρατός» (Βλ. Τζ. Ρίφκιν, «Το τέλος της εργασίας»).

Θα ήταν ενδιαφέρον, πριν να δει κανείς αυτό που η νέα κοινωνική πολιτική επιφυλάσσει για την προστασία των ψυχικά πασχόντων από τον αποκλεισμό, να επισημάνει αυτό που οι νέες εργασιακές σχέσεις και η εξάπλωση του κοινωνικού αποκλεισμού επιφυλάσσουν στην ψυχική υγεία όλων. Η επιβάρυνση της ψυχικής υγείας είναι ένα ήδη διαπιστωμένο φαινόμενο και προκαλείται από την επίταση γνωστών, παλιών φαινομένων, αλλά, πιθανώς, και από την εμφάνιση καινούργιων.
Είναι προφανές ότι οι τεχνολογικές αλλαγές και οι διαρθρωτικές μετατροπές στην παραγωγή, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, γίνονται σε βάρος του κάθε εργαζόμενου, αυξάνοντας την κυριαρχία των μέσων παραγωγής (και των κατόχων τους) πάνω του, ενώ ταυτόχρονα τον εξαναγκάζουν ν΄ αλλάξει τον κοινωνικό εργασιακό του ρόλο. Τον κάνουν, πολύ περισσότερο απ΄ ό,τι την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης και εντεύθεν, ένα εξάρτημα των νέων σχέσεων και των νέων παραγωγικών μέσων. Αυξάνουν τον δεσποτισμό της διαδικασίας παραγωγής πάνω του. Αυξάνουν τα στρες το φόβο, την εξάρτηση και την παθητικότητα εαυτού, που, μολονότι θα έπρεπε να αισθάνεται προνομιούχος και ασφαλής γιατί έχει μια θέση εργασίας, δεν ξέρει, ωστόσο, για πόσο ακόμα θα την έχει.
«Οι νέες τεχνολογίες πληροφορικής σκοπό έχουν ν΄ αφαιρέσουν και τα τελευταία ίχνη ελέγχου που ασκούν ακόμη οι εργαζόμενοι στην διαδικασία της παραγωγής, με τον προγραμματισμό λεπτομερών οδηγιών απευθείας μέσα στη μηχανή, η οποία, στη συνέχεια, εκτελεί κατά γράμμα. Ο εργαζόμενος δεν έχει πλέον τη δύναμη να διαμορφώσει ανεξάρτητη κρίση, είτε στο εργοστάσιο, είτε στο γραφείο και δεν ελέγχει σχεδόν καθόλου τα αποτελέσματα που προϋπαγορεύονται από ειδικούς προγραμματιστές. Πριν από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, η διοίκηση έδινε λεπτομερείς οδηγίες υπό την μορφή «χρονοδιαγραμμάτων», τα οποία έπρεπε, στη συνέχεια, να τηρήσουν οι εργαζόμενοι. Επειδή η εκτέλεση του καθήκοντος ήταν θέμα των εργαζομένων, υπήρχε πάντα κάποιο υποκειμενικό στοιχείο στην όλη διαδικασία. Εφαρμόζοντας το πρόγραμμα εργασίας ο υπάλληλος έβαζε την προσωπική του σφραγίδα στην διαδικασία της παραγωγής. Η μετάβαση από την εφαρμογή με χρονοδιάγραμμα στα ηλεκτρονικά προγράμματα έχει αλλοιώσει σε μεγάλο βαθμό τη σχέση εργαζομένου και εργασίας. Σήμερα, όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι λειτουργούν σαν παρατηρητές, ανίκανοι να συμμετάσχουν ή να επέμβουν στις διαδικασίες της παραγωγής. Αυτά που γίνονται στο εργοστάσιο ή στο γραφείο, έχουν ήδη προγραμματιστεί από κάποιον άλλο, που ο ίδιος μπορεί να μη λάβει ποτέ μέρος στην εξέλιξη του αυτοματοποιημένου μέλλοντος» (Τζ. Ρίφκιν, οππ).
Αν και ο «επανασχεδιασμός και οι νέες τεχνολογίες της πληροφορικής επιτρέπουν στις εταιρείες να καταργούν στρώματα διοίκησης και να δίνουν μεγαλύτερο έλεγχο στα χέρια ομάδων εργασίας στο σημείο της παραγωγής… βασική τους προϋπόθεση είναι, ωστόσο, να αυξάνουν τον τελικό έλεγχο που ασκεί η διοίκηση στην παραγωγή. Ακόμη και η προσπάθεια να ζητούν τις ιδέες των εργαζομένων για την βελτίωση της αποτελεσματικότητας, σκοπό έχει ν΄ αυξήσει τόσο τον ρυθμό όσο και την παραγωγικότητα του εργοστασίου ή του γραφείου και ν΄ αξιοποιήσει περισσότερο τις δυνατότητες των υπαλλήλων» (οππ).
Η επιδίωξη του «στρεσαρίσματος» των υπαλλήλων αποτελεί πλέον συνειδητό μέσο αύξησης της παραγωγικότητας, που μετριέται με ειδικές μεθόδους και προγραμματίζεται με τρόπο που να εντάσσεται μέσα στην ίδια την διαδικασία της παραγωγής, σαν ιμάντας μεταφοράς ενέργειας.
Στη Ιαπωνία επινόησαν τον όρο «καρόσι» για να χαρακτηρίσουν μιαν ασθένεια, που έχει σχέση με τις νέες μεθόδους παραγωγής. Το «καρόσι» περιγράφεται ως εξής : «μια κατάσταση όπου ψυχολογικά ανθυγιεινές μέθοδοι εργασίας συνεχίζουν να εφαρμόζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να διαταράσσουν τους φυσιολογικούς ρυθμούς εργασίας και ζωής του εργαζόμενου, με αποτέλεσμα μιαν αθροιστική σωματική κούραση και μια χρόνια υπερκόπωση συνοδευόμενη από την επιδείνωση προϋπάρχουσας υψηλής πίεσης, φαινόμενα που τελικά οδηγούν σ΄ ένα μοιραίο κλονισμό της υγείας». (Αναφέρεται στο προαναφερθέν βιβλίο «Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της», όπου περιγράφεται και η μέθοδος για την αύξηση της παραγωγικότητας στις ιαπωνικές επιχειρήσεις με το ‘μάνατζμεντ μέσω στρες»).
Είναι, επίσης, γνωστό ότι ο υψηλά ανεπτυγμένος καταμερισμός της εργασίας στη βιομηχανική κοινωνία, είναι πηγή σοβαρών προβλημάτων, ιδιαίτερα για ευάλωτα στην σχιζοφρενική ψύχωση άτομα (ψυχοπιεστικές συνθήκες στο χώρο εργασίας). Σε έγκυρες μελέτες έχει βρεθεί ότι, σε περιπτώσεις ψυχωτικής κρίσης, το 60% των πασχόντων είχε υποστεί ένα στρεσογόνο γεγονός στη ζωή του, στο διάστημα των τριών εβδομάδων πριν από το επεισόδιο. Από αυτά, το στρες, για το ένα τρίτο των περιπτώσεων, σχετιζόταν με το σταμάτημα (απόλυση), ή το ξεκίνημα της εργασίας, με την ολοκλήρωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης, ή με την μεταβολή του εργασιακού ωραρίου.
Από τη άλλη, η ανεργία προκαλεί ένα χρόνιο στρες, που προέρχεται από την υποβάθμιση της κοινωνικής θέσης και τη βίωση μιας ζωής χωρίς σκοπό, πράγμα που, σε περιπτώσεις ευάλωτων ατόμων, μπορεί να εμποδίσει την ανάρρωση από μια σχιζοφρενική προσβολή ή και να επιδεινώσει την πορεία και την έκβαση.
Παράλληλα, εκτός από την παρατήρηση ότι χρόνια ανεργία επιδεινώνει την έκβαση της σχιζοφρένειας, έχει σημειωθεί μια εξαιρετική ομοιότητα ανάμεσα στις εκδηλώσεις του ανθρώπου που πάσχει από μια χρονιοποιημένη σχιζοφρενική ψύχωση με τα ψυχολογικά αποτελέσματα της παρατεταμένης ανεργίας. Αγχος, κατάθλιψη, απάθεια, ευερεθιστότητα, αρνητικότητα, συναισθηματική υπερεξάρτηση, κοινωνική απόσυρση, απομόνωση και μοναξιά, καθώς και μια απώλεια του αυτοσεβασμού, της ταυτότητας και της αίσθησης του χρόνου, όλα αυτα τα σημεία που μπορούν να παρατηρηθούν σ΄ ένα για μεγάλο χρονικό διάστημα άνεργο, είναι σχεδόν ταυτόσημα με τα λεγόμενα ‘αρνητικά συμπτώματα» της σχιζοφρένειας. Αυτό δείχνει, επιπλέον, ότι αυτά που θεωρούνται ως τα συμπτώματα που προκαλούν τη μεγαλύτερη απαισιοδοξία για την έκβαση, που υποχωρούν πιο δύσκολα-και συνήθως υπάρχει η τάση να αποδίδονται σε κάποιο βιολογικό «έλλειμμα» - ότι έχουν ένα κοινωνικό υπόστρωμα.
Σε έρευνες στην Βρετανία, στη διάρκεια της κρίσης του 30, είχε βρεθεί, σε δείγματα ανέργων στο Λάνκασαϊρ και της Σκωτίας, ότι το επίπεδο αρνητικότητας και απαισιοδοξίας σχετικά με το μέλλον ήταν μεγαλύτερο σ΄ αυτούς απ΄ ότι σε ομάδες ψυχωτικά καταθλιπτικών και σχιζοφρενικών ατόμων. Ετσι, μπορεί κανείς ν΄ αναρωτηθεί πώς μπορεί να περιμένει ανάρρωση των ψυχωτικών σε περιόδους μεγάλης οικονομικής κρίσης, ότι το επίπεδο της οδύνης τους είναι τουλάχιστον το ίδιο με αυτό των μη ψυχωτικών ανέργων. Αλλωστε, όπως παρατήρησε ο Brenner, ήταν ακριβώς από αυτό το τμήμα των ανέργων (νέοι και μέσης ηλικίας άρρενες, με μέση μόρφωση) απ΄ όπου προήλθε ο μεγαλύτερος αριθμός εισαγωγών στα ψυχιατρεία, με την διάγνωση της ψύχωσης, κυρίως σχιζοφρενικής.
Είναι αυτονόητο ότι, μέσα σε μιαν απελπιστική κοινωνική κατάσταση, μέσα σε συνθήκες αδιεξόδου και ματαίωσης, αυξάνεται η «επιθετική συμπεριφορά», η βία μέσα και έξω από τους χώρους εργασίας, οι αυτοκτονίες, τα «παράλογα εγκλήματα», μια «παρεκβατική συμπεριφορά», της οποίας η κοινωνική σημασία δύσκολα μπορεί να συσκοτιστεί από μια στενά ψυχοπαθολογική προσέγγιση.

Απέναντι σ΄ αυτή την πραγματικότητα έχουμε ν΄ αντιμετωπίσουμε τα προγράμματα κατάρτισης και προώθησης στην εργασία.
Η πρώτη παρατήρηση που θα έπρεπε να γίνει, αφορά την έννοια της εργασίας. Αν και η επανένταξη/ένταξη των ψυχικά πασχόντων γίνεται, στον συγκεκριμένο κόσμο που ζούμε, όπου η εργασία έχει μιαν ορισμένη έννοια και πρακτική, δεν μπορούμε να μη λαμβάνουμε υπόψιν μας, στην θεραπευτική/αποκαταστασιακή μας πρακτική, αυτό που υποθέτουμε, ή και κατανοούμε και γνωρίζουμε στον τομέα της αιτιοπαθογένειας. Αν η εργασία, όπως εννοείται και ασκείται σήμερα, μέσα στις συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις, έχει σαν δομή και οργάνωση παθογόνες παρενέργειες. Αν η κρίση και η ένταση του ανταγωνισμού στην αγορά προκαλούν ψυχική οδύνη και εκλύουν σοβαρές ψυχικές αρρώστιες, τότε είναι σαφές ότι ο ευαίσθητος τομέας της ψυχικής υγείας πρέπει να είναι από τους πρώτους που θα πρέπει να επεξεργαστεί, ή να συμβάλει στην επεξεργασία, μιας έννοιας και δραστηριότητας εργασίας, που υπερβαίνει την αλλοτριωτική εργασία όπως ασκείται σήμερα. Εργασία δεν μπορεί να είναι η απλή εξεύρεση των μέσων διαβίωσης του εργαζόμενου, μέσα από μια χρήση της εργατικής του δύναμης, στην οποία χάνει τον εαυτό του και δεν μπορεί να εκφράσει το αυθεντικό εαυτό του. Δεν μπορεί να είναι μια αποξενωμένη διαδικασία, όπου ο εργαζόμενος δεν ελέγχει την διαδικασία, τα μέσα και το προϊόν της παραγωγής του. Η εργασία είναι η ειδοποιός παραγωγική-δημιουργική έκφραση του ανθρώπου, η αυτοπραγμάτωσή του μέσα στον κόσμο και σαν τέτοια θα πρέπει να αντιμετωπίζεται, τουλάχιστον ξεκινώντας από τους ανθρώπους «που υποκύπτουν στην ανικανότητά τους για προσαρμογή, λόγω του καταμερισμού της εργασίας» (αν και βέβαια, το ζήτημα δεν μπορεί να λυθεί σε αυτό το επίπεδο, αλλά στο επίπεδο της συνολικής παραγωγής και αναπαραγωγής της κοινωνίας).
Πολύ περισσότερο, είναι φανερό ότι, για τους ψυχικά πάσχοντες, η εργασία δεν είναι εργασιοθεραπεία, αλλά έκφραση ελευθερίας και δεν έχει νόημα χωρίς την ελευθερία. Η εργασία είναι μια αναγκαιότητα στην παρούσα φάση της κοινωνίας, για να κερδίζει κανείς τα μέσα για να ζήσει, αλλά δεν είναι μόνο αυτό και αν μια άλλη αντίληψη δεν υπάρξει γι΄ αυτό το ζήτημα μέσα στην πρακτική των λειτουργών ψυχικής υγείας, τότε απλώς θα αναπαράγουμε άκριτα παθογόνες σχέσεις και παθογόνες διαδικασίες
Αρα η θεραπευτική/αποκαταστασιακή πρακτική πρέπει να δίνει κεντρική έμφαση στη «θεραπεία» των κοινωνικών όρων και να μην περιορίζεται στην θεραπευτική προσαρμογή του πάσχοντος ανθρώπου στους κατεστημένους κοινωνικούς όρους.
Η δεύτερη παρατήρηση που πρέπει να γίνει σχετικά με τα απασχολησιακά προγράμματα, είναι ότι αποτελούν μια μικρή σταγόνα στον ωκεανό των αναγκών.
Αν μάλιστα ληφθεί υπόψιν ότι οι κρατικές δαπάνες περιστέλλονται, ότι οι ανάγκες ήταν ήδη παραμελημένες στο παρελθόν και ότι η μόνη νέα χρηματοδότηση στη χώρα μας είναι τα κοινοτικά προγράμματα, τότε καταλαβαίνει κανείς ότι μιλάμε για ένα πολύ μικρό ποσοστό ατόμων με προβλήματα ψυχικής υγείας, που εμπίπτουν στις προβλέψεις των προγραμμάτων αυτών, κατά μια εκτίμηση, όχι πάνω από το 7%.
Διατίθενται 5.450 εκ δραχμές για δυο χρόνια (1997-98) από τα κονδύλια του επιχειρησιακού προγράμματος «καταπολέμηση του αποκλεισμού από την αγορά εργασίας» (δεν υπολογίζουμε εδώ τα προγράμματα Orizon κπ). Από αυτούς, το δραματικά μεγαλύτερο μέρος θα πάει σε αμοιβές εκπαιδευτών (επαγγελματικής κατάρτισης, προκατάρτισης κλπ). Ας υποθέσουμε ότι δεν θα συμβεί αυτό που έγινε στο «1ο πακέτο Ντελόρ», όπου τα κονδύλια για την κατάρτιση (και όχι μόνο) εξανεμίστηκαν σε μεγάλο ποσοστό, σε εκπαιδευτικές επιχειρήσεις-μαϊμούδες (κατά κοινή ομολογία). Και ας υποθέσομε ότι οι χρήστες, στους οποίους πηγαίνει απευθείας μικρό μόνο μέρος αυτών των κονδυλίων-και μόνο για δυο χρόνια- επωφελούνται από το «μορφωτικό κεφάλαιο», λόγω της εκπαίδευσης/κατάρτισης. Παραμένει, ωστόσο το γεγονός ότι:
-στο τέλος της κατάρτισης δεν υπάρχει εξασφαλισμένη εργασία.
-λόγω της έλλειψης άλλων πόρων, η αμοιβή κατάρτισης είναι συνήθως το μόνο βοήθημα για πολλούς από τους εκπαιδευόμενους και πολλοί συμμετέχουν μόνο για να έχουν ένα μικρό χαρτζιλίκι.
-δεν υπάρχουν συνολικά μέτρα που να βελτιώνουν τη θέση των ατόμων με προβλήματα ψυχικής υγείας και να κατοχυρώνουν τα δικαιώματά τους.
-η εκπαίδευση που παίρνουν τους προσανατολίζει στην πλειοψηφία σε θέσεις μερικής απασχόλησης, με αντίστοιχη αμοιβή, δηλαδή, μικρή. Αυτό εντάσσεται στις κατευθύνσεις του ΕΚΤ για ελαστικότητα ωραρίων και αμοιβών, αλλά αν δεν αποσυνδεθεί το εισόδημα από την εργασία-και αυτό όχι μόνο για τα άτομα με προβλήματα ψυχικής υγείας- η ένταξη που τους επιφυλάσσουν αυτές οι δραστηριότητες θα είναι μια ένταξη στο στρες της ανέχειας και της ανασφάλειας, σε μια ζωή «δευτέρας κατηγορίας». Δεν είναι δυνατό να μην είναι εξασφαλισμένο ένα ελάχιστο εισόδημα που θα κάνει ικανό τον καθένα να απολαμβάνει τουλάχιστον το μέσο επίπεδο του ιστορικά καταχτημένου τρόπου ζωής της εποχής.
-η δημιουργία επιχειρήσεων κοινωνικού χαρακτήρα (συνεταιρισμοί, κοινωνικές επιχειρήσεις κλπ) όχι μόνο δεν έχει ακόμα ένα νομικό πλαίσιο που να τους επιτρέπει ν΄ αναπτυχθούν, αλλά ακόμα και αν το αποκτήσει, θα χρειαστεί ειδική ενίσχυση προκειμένου να συμμετάσχουν επιτυχώς αυτές οι επιχειρήσεις στον ανταγωνισμό της ελεύθερης αγοράς - επιδοτήσεις, φοροαπαλλαγές κλπ - που προφανώς θα έπρεπε να προέλθουν από μιαν επέκταση των κοινωνικών παροχών. Το ζήτημα της οικονομικής στήριξης αυτών των μονάδων-που πρέπει ασφαλώς να έχουν έναν καλώς εννοούμενο προστατευμένο χαρακτήρα - είναι το κρίσιμο σημείο, δεδομένου ότι πρόκειται να λειτουργήσουν όχι σε μια φανταστική ήπειρο, αλλά στο συγκεκριμένο έδαφος του ανελέητου ανταγωνισμού της ελεύθερης αγοράς.
Υπάρχουν περίπου 10.000 άτομα έγκλειστα σε δημόσια και ιδιωτικά άσυλα (κλινικές). Αν δεχτούμε, στη βάση μιας μη διαχειριστικής λογικής, χωρίς επιλογές και αποκλεισμούς, ότι η κοινωνική ένταξη αφορά όλους, τότε η μεγάλη πλειοψηφία από αυτούς θα έχουν πρόβλημα στέγης (είναι, δηλαδή, άστεγοι), έχουν πρόβλημα εισοδήματος, πρόβλημα ψυχοκοινωνικής στήριξης. Οι χρηματοδοτήσεις αφορούν ένα μικρό μόνο μέρος από αυτούς. Οι υπόλοιποι καταδικάζονται στην προνοιακή συντήρηση. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψιν ότι υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες άτομα με σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας έξω από τα άσυλα, που η ψυχική τους κατάσταση επηρεάζεται αρνητικά από την επιδεινούμενη οικονομική κρίση και την κοινωνική θέση που τους επιφυλάσσει, είναι φανερό ότι αυτά τα άτομα χρειάζονται πρωτίστως θέση εργασίας και στήριξη υλική και ψυχοκοινωνική.
Καθώς η ζήτηση για υπηρεσίες ψυχικής υγείας γνωρίζει-και πρόκειται να γνωρίσει πολύ περισσότερο στο μέλλον-μεγάλη ζήτηση, λόγω των προβλημάτων και των επιπτώσεων της μαζικής ανεργίας και της ανέχειας, από τη μια, και των αλλαγών στη σφαίρα της παραγωγής, από την άλλη, είναι φανερό ότι, για τα άτομα με προβλήματα ψυχικής υγείας, που είναι στην πρώτη γραμμή του αποκλεισμού, θα επιφυλάσσεται, για ένα μικρό μέρος, η υλοποίηση κάποιων προγραμμάτων, που θα δίνουν απασχόλησης σε κάποιους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, ενώ, στο μεγαλύτερο μέρος, η απάντηση θα είναι ο εγκλεισμός. Μια πρώτη αντίδραση θα ήταν οι ίδιοι οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας, που καλούνται να υλοποιήσουν αυτές τις διαδικασίες-μαζί και όλοι όσοι μένουν έξω από τις σχετικές χρηματοδοτήσεις-να επερωτήσουν την σκοπιμότητα, τους στόχους και τις κατευθύνσεις αυτών των χρηματοδοτήσεων. Από την ίδια τους τη φύση, αυτά τα προγράμματα προσφέρουν μιαν ευκαιρία να διεξαχθεί μια συζήτηση στο θεμελιακό, κοινωνικό επίπεδο, όπου παίζεται το δράμα των εκατομμυρίων κάθε είδους αποκλεισμένων, έτσι ώστε να ξεφύγει από τις κλειστές σεμιναριακές αίθουσες των «τεχνικών» της αποκατάστασης. Οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας, που είναι περισσότερο σε θέση να γνωρίζουν την ουσία αυτών των εξελίξεων, έχουν υποχρέωση να διεξάγουν αυτή την συζήτηση σαν μέρος μιας θεραπευτικής πρακτικής, που βλέπει την ουσία της ψυχικής υγείας όχι σε μιαν αποσπασμένη τεχνική/θεραπευτική δραστηριότητα, αλλά σαν μια πολύπλοκη και πολυδιάστατη απάντηση που περιλαμβάνει την κατοχύρωση και διεύρυνση των δικαιωμάτων των πολιτών που πάσχουν ψυχικά, σαν ουσιαστικό στοιχείο της θεραπείας τους.


Βιβλιογραφικές Αναφορές

1. Πράσινο Βιβλίο - Ευρωπαϊκή Κοινωνική Πολιτική-Επιλογές για την Ενωση Λουξεμβούργο: Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 1994.
2. Οδηγός για το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Καταπολέμηση του Αποκλεισμού από την Αγορά Εργασίας», Υπουργείο Εργασίας.
3. Μηνακάκης Βασίλης: «Λευκή Βίβλος της ΕΟΚ. Ο Μεσαίωνας του 2000», εκδ. Στάχυ.
4. «Λευκή και Πράσινη Βίβλος». Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1996.
5. Ragnhild et al : «The Politics of Mental Health”, Mc Millan, 1985.
6. Miller and Rose: «The Power of Psychiatry». Εκδ. Polity Press, 1986.
7. Lucy Johnstone: «Users and abusers of Psychiatry». Εκδ. Routledge, 1989.
8. Μισέλ Φουκώ : «Ιστορία της τρέλας». Εκδ, Ηριδανός.
9. Andrew Scull : «Museums of Madness».
10. Andrew Scull : «Social Order-Mental Disorder». Εκδ. Routledge, 1989.
11. Shulamit Ramon : «Beyond Community Care». Εκδ. Mind Publications and McMillan, 1991.
12. «The mad among us - A history of the care of America’s Mentally Ill». Εκδ. Harvard University Press, 1994.
13. Teun A van Dijk : «Elite Discourse and racism». Εκδ. Sage, 1993.
14. Peter Barham : «Closing the asylum- The mental patient in modern society». Eκδ. Penguin, 1992.
15. Shulamit Ramon : «Psychiatric Hospital Closure». Εκδ. Chapman and Hall, 1992.
16. Richard Warner : “ Recovery from schizophrenia”. Routledge, 1994.
17. Venti anni di Fogli di Informazione, centro di Documentazone, Pistoia Editrice (βλέπε Vin. Pastore : «Cronicita/Ri - Abilitazione nei servizi territoriali per la Salute Mentale», καθώς, επίσης και G. Dell Acqua. R. Mezzina : «Utenti, Famiglie e service di Salute Mentale»).
18.Franco Rotelli : «Per La Noprmalita». Edizioni e, 1994.
19. Ota De Leonardis. Diana Mauri, Franco Rotelli : «L’ Impressa Sociale». Εκδ. Anabassi, 1994.
20. Σωτήρης Χτούρης: «Σύνθετες Διαδικασίες του Κοινωνικού Αποκλεισμού και ο ρόλος της οικογένειας στην κοινωνική προστασία». Εκδ. Praxis, Αθήνα.
21. «Ζητήματα σύγχρονης Κοινωνικής Πολιτικής. Από το Κράτος Πρόνοιας, στον ‘νέο’ Προνοιακό Πλουραλισμό». Εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1996.
22. Jeremy Rifkin : «Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της». Εκδ. Νέα Σύνορα, 1996.
23. Karl Marx : «Capital», τομ Ι. Εκδ. Progress Publishers, Moscow.
24. Georges Friedmann : «Πού τραβά η ανθρώπινη εργασία». Εκδ. Κάλβος, 1985. (Πρώτη έκδοση στα γαλλικά, 1965).
25. Franco Basaglia : «Scritti», vol I και II. Εκδ. Einaudi, 1982.




Θ. Μεγαλοοικονόμου

(Στα ΤΨ, Νο 56, 1996)


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More